Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

ροές δακρύων

Στις ραφές της ζωής
Βυθίζονται τα θαλάσσια βλέμματα
Μικρών μεταναστών
Έγχρωμες κλωστές διαπνέουν
Τα σιρίτια των ορίων
Ντυμένη αποχρωματισμούς
Απρόσμενων προσδοκιών βγαίνω
Στο κρύο κατάστρωμα της πατρίδας
Πάνω στα γόνατα μιας ξένης Ηπείρου
Αγκυροβολώ
Κι οι αλυκές του ανέμου
Σκισμένα διαβατήρια μού εκδίδουν
Βουλιάζω μέσα στο φως αόρατων σειρήνων
Κι αποστηθίζω ένα παράπονο Οδύσσειο
«Για ένα νανούρισμα ήρθα στη ζωή
Κι η θάλασσα με ξεγέλασε»
Αθόρυβα καταδύομαι σε λησμονημένα ναυάγια
Κι ένα ανεβατό μοιρολόι αυτόχθονο τυχαία εμβολίζω
Καταδιώκομαι
Βελόνες και πόρπες αρχαίες τρυπούν το κορμί
Τις ασπάζομαι
Γεμάτα τα αμπάρια με θέλγητρα
Κι αρώματα ακριβά
Μια αλληλουχία άσαρκων φιλοδοξιών
Χαμένων...
Καταφεύγω απελπισμένη
Στο μέγιστο πράσινο των άστρων
Και σε λιμένες απροστάτευτους
Τα χάρτινα ιστία μου καταθέτοντας άδοξα
Μετανάστης ενός χαμένου Απρίλη
Πάτρια πάθη οριοθετώ
Και με φτερούγες αλλότριες αιωρούμαι
«Για ένα σκισμένο χάρτη ήρθα τη ζωή
Και ροές δακρύων πικρών με διαπλάτυναν»
Αγκαλιάζω υδρόγειους αναστεναγμούς
Στα σύνορα εσύ με ανακρίνεις

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

αντίτιμο

Αρρώστησαν οι Ερινύες
Κρυφά τις φυγαδεύω κάθε βράδυ
Στο κρύο αερόστατο της πλάνης
Κόκκινα φορώ λουστραρισμένα
Δορυφορικά παπούτσια
Στην εποχή των σαρκοβόρων
Λειμώνων αγορασμένα
Με αντίτιμο της ζωής μου τις εκδορές
Πλαγιαστές φόνισσες οι νύχτες
Και τα τοιχία του ύπνου
Παρέμειναν ορθάνοιχτα
-Επιστρέφω
Λέει η μητέρα
Ένα κερί αχνοφέγγει δειλά
Ζωγραφίζω δυο μάτια στην επιβίβαση μου
Η παιδική ηλικία χορεύει ταγκό
Στην χώρα των αμπελώνων
Πλησιάζω ξεσφίγγοντας τα κορδόνια
Στα παιδικά μου μποτάκια
Οικείοι διάτοροι οι τόποι
Αποστέλλω στη νύχτα δυο πάλλευκα κρίνα
Από την άμμο της Αμοργού κομμένα
Εδώ ο τόπος μου

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

μετέωροι υδρατμοί

Ηλεκτροφόρα σύρματα χτυπούν
Στα βράχια της όρασης
Πάλλονται οι βλεφαρίδες
Σαν την σκόνη των υδρατμών
Πάνω στο καθρέπτη
Αναθρώσκοντα δυο ανεμόπτερα
Περισυλλέγουν δέσμες φωτός
Διυλίζοντας τα πέπλα
Του ακονισμένου Δωματίου
Ανοιγοκλείνουν το διακόπτη
Στην οθόνη της φαντασίας
Εικόνες και γρίφοι
Και το ποίημα άμωμο
Με σταυρωμένα τα χέρια
Κρυφοκοιτάζει τους ιστούς
Της φωτισμένης Σελήνης μου
Γεωγραφία με εκλάμψεις φθορίου
Αναμασά ισχνές ματαιωμένες ενοράσεις
Μιας υπέργειας ανατροπής
Αφήνομαι γειωμένη στα φορτία
Της δεύτερης φύσης
Κι αναπαράγομαι σε άναρχους
Πυρήνες φωτός
Δεν με βλέπεις
Μετέωροι υδρατμοί αμφιταλατεύονται

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

έποικοι

Χτίσαμε τα σπίτια μας πάνω σε λόφους
Υγρά μονοπάτια μας οδηγούσαν ως εκεί
Στις κοίτες μας μεγαλουργούσαν
Φασιανοί και κορμοράνοι
Δρασκελιά και πόνος
Ο κάθε μας ουρανός
Ψηλές οι στέγες μας, στα ακροκέραμα
Κρεμάσαμε δίχρωμους χαρταετούς
Για να αλαφραίνει ο ύπνος
Της Αφροδίτης και του Αμπελουργού
Με μεμβράνες του σύννεφου
Ντύσαμε τα παράθυρα, κρυώναμε
Ο στρόβιλος καιροφυλαχτούσε μουγκός
Ήταν πολύ πικρά τα μεσημέρια
Ξεχαστήκαμε
Κάτω από τη βερικοκιά τα παιδιά μας
Έστησαν μεγαλοπρεπή βασίλεια
Με βότσαλα του Νότου
Φάρδυνε έξαφνα η παλάμη μας
Θυσία και πόνος
Κι ο κυκλώνας να συλλαμβάνει
Ανυποψίαστες αιώρες
Ένα βράδυ μας επισκέφτηκαν στρατιές
Αιχμαλώτων
Στέγη ζήτησαν και τροφή
Κι εκείνο το άγουρο μάγουλο της Μητέρας
Χτυπήσαμε την φλέβα μας πάνω στην πέτρα
Και τους καλωσορίσαμε με σκιερά χαμόγελα
Ξάφνιασμα κι οι ώρες χωρίς συμβουλή
Αργότερα ανέστιοι προσφύγαμε
Στους ψαράδες
Με δίχτυα σκισμένα στους ώμους
Στη θάλασσα επιστρέψαμε
Το κορμί του κάβουρα γέμισε
Αόρατες φυσαλίδες
Θηλιές χτυπούσε ο αφρός
Στα βλέφαρα μας
Πονούν τα σπίτια στα ξένα βλέμματα
Έκπτωτοι σκαλίσαμε στο ακρογιάλι
Γιγάντιες σκάλες
Κρυφά τα βράδια ανεβαίνουμε
Στα υπώρεια για λίγο ψωμί
Διασώσαμε τους ανεμοδείχτες μας
Σκαλοπάτι ο πόνος
Κι ο ωκεανός δυναμίτης στους πόθους μας
Συμφιλιωθήκαμε με τα χελιδονόψαρα
Στα όνειρα μας κερνάμε τους εποίκους
Θεμέλια άρμη

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

οι ροδιές δεν φύονται στο βοριά (αφήγηση)

Παλιά ένδοξη ερειπωμένη κατοικία
Διαιρέσεις με χτιστές καλαμωτές
Και σώματα ηλιακού πηλού
Επιβεβλημένη η σιωπή στα χείλη
Της οικοδέσποινας
Μας καλωσόρισε με ένα πλατάγισμα
Της γλώσσας
Ο καιρός σήμερα το γύρισε σε νοτιά
Μερώσανε οι πλίνθοι
Ψιθύρισε
Καφές πικρός μέσα στη χλωρίδα της ζωής
Αναθυμήσεις με μαύρους εναλλασσόμενους
Κύκλους
Γεννήσεις, ξόδια, αρραβωνιάσματα
Κι εκείνες οι στυφές φλέβες ακουμπισμένες
Στο πιάτο του τυφλού πατέρα
Στερνό παραλήρημα
Ένδοξες μαρτυρίες χιλιοειπωμένες
Σε σχήμα σπιράλ όταν οι πλίνθοι
Μουσκεύουν ανάσες

Γεννήσεις με την δόξα του φύτρου
Της φραγκοσυκιάς
Ξερακιανές οι μοίρες πάνω από το λίκνο
Στη τράπουλα έλειπαν πάντα τρία φύλλα
Θάνατοι αθόρυβοι σαν τις επτά κάμαρες
Της ροδιάς
Πώς να θρηνήσεις
Ο χρόνος μας κυνηγούσε με ένα
Μεγάλο αγκάθι
Αγαπήσαμε τις μαύρες ρίζες
Κρυφά τις ενταφιάσαμε
Χαρές κι αρραβωνιάσματα με τις κάνες
Γυρισμένες στον ουρανό
Πήλινοι σβόλοι δίπλα στο κοντάκι
Του όπλου
Οι αρραβωνιαστικιές έλουζαν τα μαλλιά τους
Στη λίμνη παρέα με τους αργυροπελεκάνους
Οι άντρες απουσίαζαν στο κάμπο
Σώπαιναν σαν άκουγαν τις κλαγγές

Παλιά ένδοξη κατοικία κι η οικοδέσποινα
Δοξαστική μυρτιά
Κοίταξε τη αυλόπορτα
Ορθάνοιχτη !
Ποιος δρόμος σας έφερε ως εδώ
Τι έκπληξη
Ανάμεσα στις καλαμένιες διαιρέσεις
Κρύβω ένα θησαυρό
Την δεύτερη φωνή μου
Με αυτή κρυφομιλώ τα βράδια
Που οι εποχές με καπέλα βεστιαρίου
Ανασυγκροτούνται
Στα βάθη της λίμνης αναβιώνω
Τους διχασμένους Έρωτες της γενιάς μου
Ποιος οιωνός σας έφερε ως εδώ
Αλήθεια!
Γιατί φοβάστε την ηδύτητα του κορμιού
Οι νεκροί μου επιστρέφουν τα απογεύματα
διψασμένοι...
Τους προσφέρω ένα αποξηραμένο ρόδι
Είναι το δώρο μου στη Θεία Μούσα τους
Καλή τύχη!
Από προαίσθηση έκρυψα τα έπιπλα
Με μυρωμένα μαύρα σεντόνια

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

παραχαράκτες

Βαδίζουμε πάνω σε δρόμους στρωμένους
Με ασβεστόλιθο
Άκρη – άκρη πελεκημένα στους βράχους
Σειρές από αγάλματα
Αβέβαια μας μιλούν για θαυμαστές καταβάσεις
Μια προσμονή εγγίζει τα μάτια μας
Τα χέρια μας μνημεία προϊστορικών αλαλαγμών
Στα όνειρά μας έρχεται ο συριγμός
Από τις ατμομηχανές των αερίων
Περιπατητές της κόλασης
Παραλυμένοι στοχασμοί μας καταδιώκουν
Στα παραμύθια μας αποθέσαμε
Τον βυθισμένο σκελετό
Οι έρωτες μας παραδομένοι στο μικρό
Νυχάκι της πέρδικας
Κι οι θάνατοι μας με την οσμή
Του πικραμένου δαμάσκηνου
Ολιγώρησαν οι τεχνουργοί
Στις όποιες προσκλήσεις μας
Μη ρωτάτε το προορισμό μας
Ο θάνατος πλάγιασε με την αγιασμένη
Κόμη των αγαλμάτων
Διασώστες της αλήθειας
Ανάβουμε αποβραδίς τη καντηλήθρα
Στο κεραμιδένιο οστό της Πλάτης
Δυσοίωνες πορείες
Ποτέ δεν πιστέψαμε στα αγάλματα
Των παράκτιων κοιμητηρίων

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

χάλκινες θάλασσες

Έζησα τα χρόνια μου μέσα σε αβαθείς
Χάλκινες θάλασσες
Ένα πλεούμενο αγκυροβολημένο στις
Ηράκλειες στήλες της Μοναξιάς μου
Ανεβοκατέβαζε πένθιμα φεγγάρια
Και κύματα δορυφόρους
Δεν είναι η περιστροφή που με φοβίζει…
Μάζεψα τα ιστία μου μετά τη
Προτροπή των λησμονημένων καταιγίδων
Στο κατάρτι με βρήκε η αστραπή
Δεν παραδόθηκα και ανακωχή
Δεν μου εδόθη ποτέ
Στις συνάψεις της μνήμης κλείδωσα
Το διαμαντένιο δάκρυ του νυχτολούλουδου
Μη και λείψουν από τον κόσμο
Τα εξάγωνα κουτάκια της μάντρας
Όταν οι λευκές κατοικίες ωχριούν στον ορίζοντα

Κορμούς αειθαλών δέντρων και χλοοτάπητες
Βλεφαρίδων υλοτόμησα τα απογεύματα του Μάη
Για να σκεπάσω της γοργόνας
Το σκουριασμένο πτερύγιο
Τότε που η παλίρροια συνωμοτούσε μέσα μου
Και ρωγμές σημάδευαν το μέτωπο μου
Κι έφτασε η νύχτα που οι θάλασσες
Ανέβαζαν πνιγμένους όρκους κι αινίγματα
Το περιστέρι επέστρεφε χωρίς
Ούτε ένα κλάδο
Ήταν καιρός να λύσω τους κάβους μου
-Νωρίς ευτύχησα τον αρμυρό πόνο
Της τραμουντάνας-
Κι απέπλευσα στην χοάνη του Πρωτέα
Αντάμα με τα αγαπημένα του κήτη
Εκεί ζω με τη σπασμένη μου ρομφαία!

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009

το φωτοστέφανο της ματιάς

Τα μάτια μου ανέτειλαν σήμερα
Ωσάν δυο αραχνοΰφαντα σάβανα
Κύλησαν στην υγρή σέλα της πεδιάδας
Ξεμάκρυνε το βλέμμα σαν ένα ρυτιδωμένο
Γέρικο βαγόνι
Αιώνια διαπάλη του καρπού
Που ακολουθεί την αλλόκοσμη μοίρα
Του έφηβου νεκρού
Υγρή η σέλα της πεδιάδας
Ξέβγαζε τα μαύρα πουκάμισα
Της οροσειράς στην κοιλάδα των καταρτιών
Πρύμνη σπασμένη του Ποταμού
Που με τόξα ξορκίζει τις φρενήρεις ελπίδες της πέτρας
Λαξεύω τα δάχτυλά μου με τη Δρόσο
Της φιλοδοξίας των νεκρών
Μη μιλάς για αθανασία
Δύο σάβανα και στα αποκαλυπτήρια μάτια
Βιάστηκε το πρελούντιο κορμί της Άνοιξης
-Η ενοχή είναι το χολερικό
Σταχολόγημα του ανθρώπινου ιδρώτα-
Έτσι ζύγωσα τους εξάγωνους φακούς
Του θανάτου χωρίς να σκοντάψω
Σας παραπλάνησα με κρύο Αντίο