Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

οι αμυχές της Αλόης (μονόλογος)


Με τον καιρό κύρτωσαν οι αμυγδαλιές

Στο ανεμοστάσι της πλατείας

Μια μεγάλη οπή προεξείχε στους άλκιμους

Πόρους του κίτρου

Η μαρμάρινη πηγή ανάβρυζε σαρκώδη χείλη

Μηρούς κι οσφύες λουλουδιών

Χρόνος δεν περίσσευε για να γυρίσει η αναλαμπή

Του ήλιου στο μετάξι της σκαπάνης

Ένας πλανόδιος αιώνιος αχινός

Ορέγονταν τη κάψα του μυδιού

Και την ζεστή αιθάλη των κυμάτων

Ο πρωτογιός άπλωνε τα λευκά του ρούχα

Στις κλειδωνιές της νύχτας

Όλοι ήταν εκεί κανείς δεν περίσσευε

Ο ιεροκήρυκας με το στιλβωμένο δωδεκάποντο

Ο ταχυδρόμος με τους διαμαντένιους ιμάντες

Ο πειρατής με την μεσαιωνική στάχτη

Κι ένα παιδί που ανάδευε το σιδερένιο

Λοστό της γλώσσας

Ακούστηκαν φοβισμένα βήματα

Ανάσες κοφτές και ραγισμένοι αγκώνες

Κοντοστάθηκα να αφουγκραστώ

Πλησίασε ένας αναψοκοκκινισμένος

Αγγελιοφόρος

Στην Ισπανία μου είπε τέτοια εποχή

Πακετάρουν στα τρένα δέρματα αντιλόπης

Και στην πατρίδα της γεωμετρίας

Ακούραστοι σφουγγαράδες ανεβάζουν

Συμμετρικούς νυχτόβιους ύμνους λατρείας 

Πιάστηκες με δειλία από την φούστα μου

Με παρακάλεσες

Δεν θα έρθω σου είπα

Ειδικά απόψε που στο ελατοδάσος

Βράζει αργά ο μούστος του δεκαπεντασύλλαβου

Γράφω στίχους και με αυτούς εξαγοράζω δυο πόντους

Τριμμένης μουσελίνας

Έτσι επιβιώνω


Θα στο χαρίσω το κορμί της αρμύρας

Όταν στα ναυπηγεία οι αχθοφόροι

Θα μεταγγίζουν αίμα στην καρδιά της καρίνας

Να έχεις λίγο φως να περπατάς

Λίγο δάκρυ να ξοδεύεις

Κι ανάστημα οξιάς για να μετράς τον κόσμο

Μου αντιγύρισες ένα χαμόγελο

Και την βουβή τρέλα ενός ποδηλάτη

Πατρίδα δεν ήσουν

Ανάμνηση δεν έγινες

Ήσουν μονάχα ένα αρχαίο σκάφος

Με την πνοή της αλισάχνης στο χέρι

Από μακριά ακούστηκε το καμπαναριό

Του άγιου Νικόλα

Άδειασε η πλατεία

Ένα επιλήψιμο ψέμα μονάχα χόρευε ανάλαφρα

Πάνω στο φρεσκοβαμμένο παγκάκι 

Στα μάτια του το απολίθωμα του χτεσινού φιλιού

Στα χεριά του η μαρτυρία

Του διωκόμενου ποιητή

Και στα πέλματα του η δόξα του εαρινού έρωτα

Μείναμε λίγοι πάνω στη γη 

Εγώ εσύ κι ο ναρκωμένος φαροφύλακας

Θα τη κρατήσω την υπόσχεσή μου

Κι αύριο θα σου χαρίσω οριστικά

Τις βουερές βουκέντρες του στίχου

Φτάνει να φέρεις μαζί σου τα ομοιοκατάληκτα

Σπιρούνια του Κένταυρου

Φυλάξου απλά από τις πολυδαίδαλες

Αμυχές της αλόης

Κι έλα στην ώρα της αμυγδαλιάς

 

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

πλην έρωτος


Άφησε τα γυαλιά του δίπλα στη παλιά τσαγιέρα

Μόλις είχε τελειώσει ένα διήγημα

«πλην έρωτος» ο τίτλος

Μια παρελθούσα μέρα κάθισε πάνω στην τσάκιση

Του παντελονιού του σαν εμβρόντητη συνοδός 

Αναδιπλώσεις του δάσους δονούσαν το σπίτι

Περίφραγμα με έμπλεες  πεταλούδες

Κέδρινα χέρια περπατούσαν στο κορμί του

Πονούσε σαν όστρακο κλειστό στους πλάγιους φόβους 

Στη αμμουδιά τον χλεύασαν οι τραυματιοφορείς

Προχτές στο φορείο του δικέφαλου Αδερφού

Ξεχώρισε την παλιά του ιματιοθήκη

Είχε σκουριάσει από τη πολύ χρήση

Κουρνιαχτός του ιδρώτα

Τα ιμάτια του λίγα κι εκλεκτά

Βυθίζονταν στο βαμβάκι της αρχαίας πανοπλίας

Του περίσσευαν απλά δυο πόρπες ασημένιες

Ανοιχτά του Παγασητικού

Το φεγγαρόφωτο έμπαινε στο σπίτι

Η κουρτίνα τραβηγμένη στη φορά του ανέμου

Λογάριασε τα λόγια του

Λόγια οργής

Σώπασε δεν έπρεπε να μιλήσει

Μια αύρα χήρα παράστεκε το νεκρό παιδί

Στο απέναντι πανδοχείο

Σώπασε δεν έπρεπε να μιλήσει

Ο θάνατος επόπτευε την οξιά του κήπου

Έκοψε δυο πόντους τη καντηλήθρα του ουρανού

Ανήλεη η κάφτρα παραμόρφωσε το πρόσωπο του

Σπίνθηροι τα μάτια του

Τα μαλλιά του άκαυτα προγονικά σπίρτα

Περιεργάστηκε τα κουτάκια

Ένα πράσινο χλωμό του φανερώθηκε

Σαν φέτα στυφού αχλαδιού

Τα δάκτυλα του ονειρώξεις νυχτερίδων

Κιτρινισμένα από το καπνό του μπαρουτιού

Τα γόνατα του υγροί στρατώνες που εκπαίδευαν

Τους αλιείς του μέλλοντος

Και τα αφτιά  του βραχώδεις σιωπές του φραγκόσυκου

Ώρα δύο τα μεσάνυχτα

Ακάνθινος ο έρωτας

Αιχμηρή τσακμακόπετρα η λύπη στο δόντι της νύχτας

Πυορροούσε

Πλην έρωτος ψιθύρισε

Πήρε το γραφτό του

Το ψαλίδισε στα 4 στα 8 στα 16 στα 24

Άρχισε να το πετάει ψηλά 

Ένα πάλλευκο χιόνι απλώθηκε στην οδύνη της ψυχής

Βγήκε από το σπίτι με μεθυσμένο χαμόγελο

Κι άρχισε να ανηφορίζει στη θράκα του γαλαξία

Στα μαλλιά σκόρπια μικρά χαρτάκια

Ανάπνεαν τη ζεστή μελάνη της πένας

Θυμήθηκε τη τσαγιέρα τα γυαλιά του

Τη μικρή καντηλήθρα το τεμαχισμένο του πρόσωπο

Τα διχασμένα κόκαλα του που άσπριζαν σαν κιμωλία

Στον αγκώνα του τυφλού ποιητή

Βγήκε στο λιμάνι και μοίρασε τα αντίτυπα του

Στους διαβάτες της προβλήτας

Ανάλαφρος απέπλευσε στα χέρσα πεδία

Των μελλοντικών αστερισμών

Σαν αήθης φαρέτρα θανάτου 

Μπροστά στο σκούρο μάτι του πόντου 

Πλην έρωτος ψιθύρισε αργά...