Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

οι πορθητές της ξενιτιάς

Σταφυλοδάκρυ και ρακί
Κερνούσες τους πορθητές της πόλης
Χρόνια περιπλανιόσουν άεργος
Στις εσχατιές του σκότους
(Μες την κοιλάδα που ο ήλιος δεν δύει λαμπερός
Και το φεγγάρι στέφανα λάμνει στο δάχτυλο του}
Σε είπανε σταυραετό ρόδο του κανενός
Σε φώναξα αγράμπελη να μπαίνεις στα τραγούδια
Μεσίστιος άνεμος φυσούσε στις εμπασιές της πόλης
Απήγανος η πίκρα σου
Λινό πουκάμισο η σάρκα σου
Τα άκρα μανιέρα κόκκινη να προχωρά στο δάσος
Στο αίμα βουίζει η θάλασσα
Στο κλάμα ο σιρόκος
Με αχτίνες μαύρες αγκίστρωνες τα πέλαγα
Λαός σε περιέπαιζε με καλαθένια μάτια
Τα δυο σου στήθη καλαμιές δρόσιζαν τον αχάτη
Νερό έπινες στα σκίνα και άσπρες πεταλίδες
Στα πέλαγα απάγκιαζες τις τρίκορφες κανδήλες
Στον όρμο των χειλιών σου με τα δελφίνια έπαιζες
Και τα φτερά σου κέρωνες
Με μαύρο ρόδι τρυφερό
Το Σάββατο του γυρισμού
Φώτισες με λαμπάδα
Και πήγες και κοιμήθηκες στο ευαγγέλιο της μνήμης
Σταφυλοδάκρυ και ρακί κέρναγες στην άσπρη πύλη
Σε δίλοφα ξωκλήσια τις ξενιτιές αντάμωνες
Και προσωπεία χρυσά κένταγες στους νεαρούς Ατρείδες
Άλογο ανέμου έσερνες και δυο μικρά κοτσύφια
Πως κελαηδούν;
Τι γεύεσαι;
Που πας;
Και πως κοιμάσαι;
Σου στέλνω με το κύμα αχειροποίητη γραφή
Mε της βροχής πλατάγισμα σου στέλνω τη μορφή μου
Να χεις τραπέζι να δειπνάς κοντά στον αγωγιάτη
Λινό να βάφεις θάλασσα λινό να παίρνεις όρκο
Και δυο φιλιά δαφνόφυλλα να κρύβουν τη σκιά σου
Μέδουσες να σε ντύνουνε και Νύμφες να σε πίνουν
Να ορφανεύεις από γη
Μέγα Άρτο να πλάθεις
Μες στα παζάρια να γυρνάς
Στα κρύα αρτολίθια
Τους άκληρους ψαράδες
Να φωτίζεις με έρωτα
Σταφυλοδάκρυ και ρακί να βγει το μέγα γλέντι
Νάρθει η Άνοιξη θαλερή
Με δυο παραφυάδες στο κόρφο
Και μες σε μάτια αρχάγγελων το θάνατο να κλείσει
Είναι ζωή
Είναι χαρά
Και μωβ λουλούδι αρμύρας
Είναι βραδάκι γαληνό
Και πέτρα δαγκωμένη
Κι είναι νιφάδα κόκκινη
Μες στη ματιά του Δράκου
Σταφυλοδάκρυ και ρακί στους πορθητές της ξενιτιάς