Κυριακή 6 Ιουνίου 2010

στιγμές

Κι ήρθαν οι νύχτες των μεγάλων ευχαριστιών
Υψιπετής κράδαινες στο αριστερό χέρι
Το σείστρο της γηραιάς σελήνης
Χρωματιστά καρό μαντίλια ταξίδευαν
Στα γαμψά νύχια του αγριοπερίστερου
Μετάξι στιλπνό
Πάνω στο χαρτί της παλάμης
Η θάλασσα χαρτογραφούσε
Αυστηρά ισοσκελή τρίγωνα
Θέλησα να διαβάσω την ακμή των πραγμάτων
Και τον τέμνοντα κόσμο που αργοπέθαινε
Χρωματιστά καρό μαντήλια
Ξέφευγαν από τις κηλίδες του ανέμου
Πετούσαν
Άπειρος η νύχτα
Που ταξιδεύεις αθώρητη;

Στο προαύλιο χώρο της μονής
Τα σπουργίτια τσιμπολογούσαν
Αβέβαιους αποχωρισμούς
Και το ιερό αντίο των ερωτευμένων τραγωδών
Δεν ήσουν μόνη
Ξυλόγλυπτα αγγεία και ψυχρές οθόνες του ουρανού
Προπηλάκιζαν στιγμιαίες αιτιάσεις
Πορφυρό το μετάξι πλαισίωνε τις ίνες
Των ακροδαχτύλων σου
Κι ένας σεσημασμένος ακροβάτης
Φυλάκιζε κιτρινισμένα φύλλα ονείρων
Οι σκοποί της πύλης απέδρασαν
Σιγοψιθύρισες
Άδειασαν ξάφνου οι φυλακές της ψυχής
Κλειδαριές σπασμένες
Αρμαθιές από κλειδιά
Και Τροχοί της καρδιάς
Ηλεκτροφόρα κάγκελα
Και άπιστοι λυγμοί
Οι σειρήνες της λήθης χάλκευαν
Τα αντικλείδια της μεγάλης απόδρασης
Για πού;
Ποτέ δεν ήξερες

Στα φυλάκια των βράχων ένας μονόκερως
Γίγαντας έψαχνε για το χαμένο δακτυλίδι
Με τη σμαραγδένια πέτρα
Ο τελευταίος στόλος των γλάρων είχε αποπλεύσει
Προ πολλού
Δεν είχες που να πας
Έκρυψες το σείστρο στο κόρφο σου
Σαν φυλακτό
Κι έπλυνες την κόμη του φεγγαριού
Με το λάδι των φοινικόδεντρων
Δεν είχες που να πας
Ένα λουλούδι στο πόντο των ερώτων
Ξεψυχούσε κάτωχρο

Μια κάθαρση στο αίμα των δακρύων
Ένα ακροκέραμο στην ανθοστήλη του φιλιού
Καράβι δίχως άλμπουρα κι ένας νότος νεκρός
Ακολουθούσαν τις ώρες σου
Απογειώθηκες στους λευκούς κύκλους των νυμφών
Ατημέλητη και μόνη έσυρες το χορό
Ο βρόγχος της συκής σου παρέστεκε
Την νύχτα εκείνη που έφυγες η Αδερφή
Έβαλε την τελευταία βελονιά
Στο εορταστικό γάντι της μοναχής
Κρουστό το χέρι
Τελώνια και σάτυροι παρέβγαιναν στον πόνο σου
Δεν είχες πώς να ντύσεις τις φλέβες της βάτου
Το σείστρο της σελήνης ξέφυγε από το κόρφο
Της μοναξιάς
Λυπήθηκες
Μόνη τώρα αναμασούσες τη τροφή των γλάρων
Περιπλανιόσουν άεργη με κρύο το μέτωπο
Και πληγιασμένα πόδια
Ο χώρος σου κι ο χρόνος σου περιορισμένος
Σε αυστηρά ισοσκελή τρίγωνα
Πώς να γυρίσεις τώρα τη σελίδα;
Στο χρυσελεφάντινο άγαλμα εμπιστεύτηκες
Τα φεύγω σου και την διαθήκη του ήλιου