Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

το πληγωμένο χέρι του έρωτα



Με ευχές ντύσαμε το ασημένιο πουκάμισο της αρπαγής 
Μάτωνε το σώμα στην ανάκρουση του τελευταίου μύθου
Περιμέναμε ανέστιοι μπροστά στον φεγγερό ορίζοντα
Λυπημένοι να δούμε  την φρενιασμένη λήθη να περνά
Φοβηθήκαμε να κοιτάξουμε το στεφάνι του πηγαδιού
Η λάμα κύρτωνε πάνω στο λεκιασμένο μπράτσο της λίμνης 
Ήταν νωρίς να αποκοιμίσεις τα όνειρα πάνω στον πάγο
Πως να φυγαδεύσεις το πληγωμένο χέρι του έρωτα;

Προσπέσαμε θρηνητικά  ένα πρωί στο άρμα της αγάπης
Ο χωρισμός σπαραγμένο αιλουροειδές χωρίς αίμα 
Ένας ύφαλος ο πόνος κυμάτιζε στα στήθη μας
Δεν πήραμε απόκριση, θυμωμένο το κτέρισμα
Με το κέρινο χερούλι πολιορκούσε τα απογεύματα μας
Μακρινές εξοχές συλλάβιζαν τις αποχρωματώσεις του κάδρου
Στένεψαν οι θάλασσες και τα βυσσινιά μουράγια
Πάνω στα  χείλη των ψαράδων απλώθηκε το χαραγμένο
Όστρακο των Αδερφών με τα κατάστικτα μάτια
Πως να φυγαδεύσεις το πληγωμένο χέρι του έρωτα;

Μέσα σε διττές απουσίες καλύψαμε τον αγιασμό
Με το σκουρόχρωμο βασιλικό και την μεθυσμένη λεβάντα
Το θυμίαμα έκαιγε στο αργυρό φτερό του αητού
Χρύσιζε ο ουρανός το ρόδο έπεφτε  νεκρό στα πόδια μας
Αιχμηρούς σταυρούς καρφώσαμε στο φεγγίτη του σπηλαίου
Δίπλα στον σταλαγμίτη βρήκαμε το σφαγιασμένο
Φως του αποσταμένου κωδωνοκρούστη, δεν μας μίλησε
Κινούσε τα χέρια του δεξιόστροφα σαν να ήθελε να πετάξει   
Πως να φυγαδεύσεις το πληγωμένο χέρι του έρωτα;

Στην αποτέφρωση του κορμιού μας συνάξαμε σταγόνα σταγόνα
Την αφρώδη αρμύρα, απέριττοι περιμέναμε το ξημέρωμα
Έπειτα ήρθαν οι άγγελοι με τις λευκές τριζάτες μπλούζες
Μας φίλησαν στο μέτωπο και ένα κλωνάρι βάγιας μας χάρισαν
Σε πολυεπίπεδες αίθουσες μας οδήγησαν, βγάλαμε τα μαντήλια μας
Στρίψαμε τσιγάρο με φεγγαρόσκονη μη μας αναγνωρίσει ο δήμιος
Τα απογεύματα την ώρα του καφέ αυτοκτονούσαμε στη γαλήνη του τραπεζιού
Μαζεύαμε τα ψίχουλα από το μπαγιάτικο μάτι του ήλιου και  δέσμιοι
Περιμέναμε μάταια το πιάνο να κατρακυλήσει τις νότες του στην ψυχή μας
Ελεήμονες σβήναμε τα πέλματα μας από τις τροχιές και τα σκοινιά του χρόνου
Απάντηση δεν πήραμε για το άγος, η ζωή μας πύρωνε τους κρυστάλλους
Είχαμε χρόνια αποκλεισμένοι στα θαλερά μαύρα κουτιά της αγάπης
Πως να φυγαδεύσεις το πληγωμένο χέρι του έρωτα;

στον φίλο Φάρο