Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

η αδημονία του καβαλάρη


Αποκολλήθηκε από το σώμα μου ο τελευταίος στίχος
Σαν ασύλητο ψαροκόκαλο και λέπι λεπτό που αποκόπτεται
Από τη κρουστή επιφάνεια του φαιού πετρόψαρου
Γοργόνες εμφύτευαν σκούρο καναβάτσο διχαλωτές ρίμες
Και κόμες λευκές στα σαρκώδη χείλη των κυματιστών τέμπλων

Μάκραιναν οι σπασμένες πτυχές του ρόδου
Στο καθολικό νεκροταφείο του ερειπωμένου νάρθηκα
Η Ματθίλδη φορούσε το φόρεμα της πυρκαγιάς
Τα φλογερά της πόδια καθρεπτίζονταν με ανταύγειες πυρός
Στα δακρυσμένα μάτια της κατάστηθης αλήθειας

Ένας μονόκερος αδερφός έκλεβε στο ζύγι και στην αγάπη
Στο παζάρι με τα σπασμένα ακροκέραμα παιδί ακόμα
Πρόδιδε τις χνούδινες παλάμες του Αργίτικου κάμπου
Βύθιζε μικρές κόρες στα αόρατα ενυδρεία του μουσείου
Για να κερδίσει τη προμηθεϊκή φωτιά που τον φλέρταρε επίμονα

Στην πέτρα του μαλαχίτη τραβούσες μια ελικοειδή χαρακιά
Σχηματίζονταν ένα τρεμάμενο ουράνιο τόξο με πικρούς οφθαλμούς
Αποξεχνιόσουν κρατώντας ελεύθερη να στάζει την υδρία
Με τις λεοντοκεφαλές έργο ενός διάσημου γλύπτη των φυλών
Ξεχασμένος αποτραβιόσουν στην αδημονία του αγοροκόριτσου

Απαριθμούσες τις σπασμένες χάντρες του κομπολογιού σου
Ένα άρωμα διαχέονταν στο στερέωμα με τα σβησμένα άστρα
Μάζευες πειθήνια τις χάντρες μη και σε βρει η αυγή μονάχο
Ταυτισμένος πάντα με την οπλή του ελαφιού και του αίγαγρου
Τραυμάτιζες την στιχομυθία του χιονιού πάνω στον εξώστη

Έτρεχες να ανακαλύψεις την παλαιομοδίτικη  λευκή φανέλα
Του αγωνιώδη νεκρού με τα θρυμματισμένα κουμπιά
Σε κοίταζε επίμονα μέσα από τις βαριές βλεφαρίδες και σώπαινε
Πως να υπολογίσεις τα ιερά σκεύη του σκοτεινού χειμώνα
Χωρίς να βάλεις ενέχυρο την κραυγή του αδούλωτου καβαλάρη