Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

θεία Νέμεσις



Στη καρέκλα έμεινε ανέγγιχτη
Η στολή του αρλεκίνου
-Πολυτελές ρούχο
Ποτισμένο με τη σκόνη του αδιαπέραστου-
Στο τσίρκο το απόβροχο
Πέρασαν οι φονιάδες καιροί
Λάβωσαν τα πέλματα της μπαλαρίνας
Με τις μπρούτζινες λάμες των γυπαετών
Κάθε απόγευμα ακούς
Μια φωνή στριγκή
Να διαπερνά το λουλακί τοίχο
"Άι άι μακελάρηδες "

Πυκνό το υφάδι της μοίρας
Μαύρο το νήμα κατσικίσιο
Τέμνεται καθέτως
Από το διάπυρο φως της αστραπής
Δύσκολα ξεφεύγουν απ' τη σκέψη
Τα άλκιμα γυμνασμένα μέλη
Που θροούν στην άδεια αίθουσα
Δίπλα τους θυμωμένοι αλιείς που τυλίγουν επιστολές
Το σφρίγος τους αντιφεγγίζει
Στους χρυσούς καθρέπτες της εισόδου
-Απολείπει του θέρους το σκότος-

Πως να αρνηθείς τη μοίρα
Του ματωμένου στο βάθρο αγάλματος
-Στιλβώσεις λύπης στα μάτια του φεγγαριού-
Δύσκολα αποσιωπούνται
Οι τρίλιες της τρυγόνας
Στο σημειωματάριο των πεύκων
Στα όνειρά σου παίζουν ορατόρια
Και ο διασκελισμός του αλόγου
Ηρωικός παραμένει
Στη μνήμη της ασημοελιάς
Σαν ίσκιος που σε συντρόφεψε στον πρόωρο θάνατο
Της πολύχρωμης πεταλούδας
Και παρευθύς έσβησε σαν ίχνος στην ασβεστοπέτρα

Πως να εναντιωθείς στο ξέχωρο φως
Που προβάλλει από τις περσίδες του κύματος
Και επικάθεται απαλά στη παλάμη σου
Πάλλευκο και ατέρμονο...σχεδόν σάρκα σου
Στο τσίρκο έσβησε δροσερή
Η πνοή του φεγγαριού
Κάτω απ' την απλωμένη φτερούγα της θείας Νέμεσις

Η κόψη από τα ασπρισμένα κόκαλα των γλάρων
Ακύρωσε το τελευταίο χειροκρότημα στην πλατεία
Ανακωχή λες του ιππέα
Πάνω στις σπάθες του άγουρου θέρους
-Ο ιστός της βροχής έκαμψε
Για πάντα τη συρραφή του πόνου-
Φευγαλέο το μοιρολόι κρεμάστηκε
Στο αλφαβητάρι της φλόγας
Άκαμπτη μορφή η λήθη
Σιβυλλική η γραφή ατελέσφορος
"Άι άι μακελάρηδες"

Ζωγράφιζε ο βόγκος του ανέμου
Πάνω στη σκηνή ακατανόητους φθόγγους
Σαν ένα πουλί που φτερουγίζει
Σε αλλεπάλληλους κύκλους
Ισορροπώντας στα νύχια της αιωνιότητας
Και λόγο δεν δίνει σε κανένα για τα υπόγεια σχέδια του
Μόνο τα μουδιασμένα χείλη του αρλεκίνου
Ψιθύριζαν ακατάπαυστα λόγια οργής
"Άι άι μακελάρηδες"

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

διάπλους στα μάτια σου


Στο ξωκκλήσι με τους σηματωρούς
Ήταν στημένες οι κρεμάλες της Άνοιξης
Μη τραβάς τη περόνη αλητεύει η μνήμη
Στις πάνοπλες σκιές του λουόμενου τρυγητή
Απόβροχο και κατέφθαναν τα καμιόνια με τους ηττημένους
Φορούσαν μαύρες περικνημίδες
Κι είχαν στο στόμα τους χοντρούς κόκκους αλατιού
Σμίλευε η ζωή στις τσέπες τους
Λαξευμένα καθρεπτάκια ματαιοδοξίας
Ερωτιδείς με ωχρά μάγουλα
Τριμμένα άγανα σταριού
Εκτενή ορατόρια για τη δόξα μιας μελαχρινής καλλονής
Και παγωμένα χαμόγελα Αλπικής αθανασίας
Χόρευαν στο σούρουπο πολύχρωμες πεταλούδες
Παραστάσεις της πυράς
Και με ποδαράκια τρυφερά θηλύκωναν
Σταυρωμένους Έρωτες
Στη παντοδυναμία της χλόης
Απόβροχο και κατέφθαναν τα καμιόνια
Με τους καταδικασμένους
Κουκούλες χταποδιών μελάνι και αίμα έσερνε ο ωκεανός
Στα οικητήρια των βυθών πλάι στα κοράλλια
Με τα λευκά φέρετρα των απολησμονημένων
Ο διάπλους στις όχθες της νεκροπολιτείας
Με τους νεφελώδεις ιστούς πλεγμένους στα θεμέλια
Διαρκούσε κλάσματα του δευτερολέπτου
Το σύνθημα δόθηκε
Τρία δύο ένα
Φωνή λανθάνουσα και ο τριγμός της γης
Έστελνε το σπέρμα της στο κενοτάφιο της πάχνης
Νέες ωδίνες εναπόθετε στους γιορτινούς στήμονες
Ωδίνες ριγμένες πάνω στο πάναγνο λαιμό
Του διακορευμένου αετού
Που αναπολεί κρυφά τα χρυσά στιλέτα
Του παλαιικού σκηνώματος
Τρία δυο ένα
Στεγνή και μακρινή η αλήθεια αιωρούνταν
Στο υπογαλάζιο βλέμμα του τυμβωρύχου χρόνου
Μην αμφιβάλλεις
Διαποτίζει η Άνοιξη χιμαιρικά τους κλυδωνισμούς
Του υφέρποντα πόντου