Τρίτη 30 Απριλίου 2013

το καταφύγιο των αρπακτικών



Άρπαγες κλέβουν το γλυκό σταφύλι
Και τα τσάμπουρα απ΄τις δεξαμενές της γης
Αφήνουν άδεια τα κρασοβάρελα στα καπηλειά
Πατούν του καπνισμένου μας μετώπου τη ρυτίδα
Οι αποστακτήρες μας στάζουν τώρα σινική μελάνη
Αίμα καθάριο και ρετσίνι για της πατρίδας το σπασμένο δοξάρι
Μας αποστέλλουν αινιγματικό ένα γράφημα που αναπαριστά
Την μυστηριακή σκέψη των οιωνοσκόπων και των αφανών
- Κυρτές γραμμές διατάξεις ασταθείς της αψιθιάς
Σαν ελικοειδή σοκάκια ανθισμένα της Μήθυμνας μεσοκαλόκαιρο -
Ζητώντας από εμάς χώμα γραφή και εκδούλευση...
Είχαμε φίλους αρπακτικά πτηνά γεράκια και σταυραετούς
Που ανακράζοντας έμαθαν στις πόλεις μας να περιοδεύουν τις νύχτες
Τις σάρκες μας να περισφίγγουν με μάτι περήφανα κοφτερό
Φωλιές να στήνουν πρόχειρες σε φανοστάτες αναμμένους
Τους έστησαν καρτέρι και τους παγίδευσαν οι άρπαγες της γης μας
Τροπαιοφόροι τον αυλό των οστών τους σκωπτικά παρατηρούν
Κάτω απ΄τους πράσινους οδοδείκτες των σταθμών
Και τους σηματωρούς των πλοίων

Ποιο είναι το συνώνυμο της περηφάνιας
Ποτέ δεν μαρτυρήσαμε στους εισβολείς 
Με όρκο δέσαμε το όνειρο 
Και σε επιτάφιο λάβαρο κλείσαμε το φυλαχτό της μάνας!

Άρπαγες κλέβουν το γλυκό σταφύλι
Και τα τσάμπουρα απ΄τις δεξαμενές της γης
Γονιμοποιούν αυγά φιδιών ξερνώντας βλαστήμιες στις αυλές μας
Πνιγηροί μες στο μίσος και στο φθόνο
Ξεκληρίζουν τη γενιά των κρίνων
Συνταυτίζοντας τους ύμνους μας με το δόλιο μήνυμα τους
Περιχαρείς γελούν μέσα από τις φολίδες τους
Της Μεσσαλίνας σύμβιοι κολασμένοι....
Αυτοκρατορικά στρατεύματα πολιορκούν τις σημαίες μας
Εκποιούν και ληστεύουν το φως
Από το καθρέφτη της στέρνας
Στενά τα περάσματα κλείνουν κάθε αυγή
Κουρασμένοι οι ώμοι γέρνουν στην χλόη του βράχου
Πυρίτιδα αγοράσαμε μισοτιμής από το σώμα της λήθης
Πιστοί εραστές καταφύγιο ζητήσαμε στα ξύλινα σύνορα μας
Γρηγορείτε ωσάν ταγμένοι στον μαρτυρικό αγώνα της φτελιάς
Με της χαρμολύπης τα συναξάρια στα χέρια
Συναχτείτε ειρηνικά στην άλυσο του γεφυριού
Σήμερα θα ψάλλουμε στον ιερό άμβωνα του ποταμού
Το τελευταίο τροπάριο της Αγάπης!

Ποιο είναι το συνώνυμο της περηφάνιας
Ποτέ δεν μαρτυρήσαμε στους εισβολείς 
Με όρκο δέσαμε το όνειρο 
Και σε επιτάφιο λάβαρο προσκυνήσαμε το φυλαχτό της μάνας!



Κυριακή 28 Απριλίου 2013

ζω σε μια άλικη πολιτεία


Η σφαίρα του ήλιου υπερθέρμαινε το κλειστό δωμάτιο
Γράφοντας ομόκεντρους κύκλους στο ταβάνι
Κοκκίνιζε τα μάγουλα της πορσελάνινης κούκλας
Φιλιά στέλνοντας στο ορθό μέτωπο του κόσμου πυρωμένα
Πλήθαιναν αίμα τα σκούρα χαρτάκια της μνήμης σαν βέλη φονικά
Μέσα στην ορειχάλκινη φαρέτρα του χρόνου
Σε αριθμητήριο μετρούσες τις σταγόνες του στερεώματος
Και τις φυλάκιζες - ψηλό κλωνί φωτιάς - σε πρίσματα γαλάζια
Ταξιδιώτης κατέλυες στο άχρονο φως του ηφαιστείου
Μουσικό οδοιπορικό στις στρωματώσεις του άνθρακα
Παιδικό ερημητήριο νοσταλγίας
Που αέναα ψάχνεις για να αποδράσεις τις Κυριακές του Απρίλη
Τρεμόπαιζε η φλόγα της εσπέρας
Ανταύγειες έστελνε στην πόλη
Ρινίσματα ονείρου
Χρωματίζοντας την άλικη
Σαν την ψυχή του μαγιάτικου ρόδου πριν αναληφθεί
Ζω σε μια άλικη πολιτεία που δάκρυα μετάνοιας
Αναβλύζουν απ΄τη καντήλα της Παρθένου!

Το δείλι έρχονταν στις στοές της πόλης εκθαμβωτικό 
Είναι όμορφο το δείλι απειλητικά ηδύ 
Είναι σαν ακουμπάς με ανοιχτές παλάμες τα πόδια του Θεού!

Μάζευες σε κάνιστρα της Άνοιξης
Τους ματωμένους οδοδείκτες της πόλης
Θρηνητικά να τους ενταφιάσεις στην αγκαλιά του πέτρινου γίγαντα
Να λείψει ο πόνος απ΄την αυλή των ανθρώπων
Να βγουν στον ήλιο τα ασπρόρουχα της περίβλεπτης κόρης
Και το κορμί να οσμωθεί με την αγρύπνια της πέτρας
Οσφραινόσουν τα μαρτύρια του Έρωτα
Μέσα στην οργιαστική ανθοφορία των γιασεμιών
Ξεχνιόσουν στα ακρόπρωρα των πετάλων τους απολησμονημένος
Κούρδιζες τότε μονολογώντας τη χορδή στο ούτι
Να συνθέσεις εξαρχής το κορυφαίο άσμα των δρυμώνων
Διασπειρόσουν σε πυρήνες κρυσταλλικούς
Πως να εξιχνιάσεις το διπλό έγκλημα των φτωχών οδαλίσκων;
Τιμωρός κι Αφέντης ίσκιος
Πορευόσουν στον κόκκινο χλοοτάπητα του ουρανού αρματωμένος
Σαν ταπεινό καβούρι στα ξηρά ρυάκια της πατρίδας σου
Ζω σε μια άλικη πολιτεία που δάκρυα μετάνοιας
Αναβλύζουν απ΄τη καντήλα της Παρθένου!

Το δείλι έρχονταν στις στοές της πόλης εκθαμβωτικό 
Είναι όμορφο το δείλι απειλητικά ηδύ
Είναι σαν ακουμπάς με ανοιχτές παλάμες τα πόδια του Θεού!


Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

κρωγμοί του αθανάτου


Πυρωμένα τα πόδια μου ματωμένα στη κνήμη
Βαδίζουν στο κόκκινο πέτο της σελήνης ανιχνευτικά
Παιδί με την αφέλεια του αδιόρατου
Βγαίνω στο ακρογιάλι με τους αινιγματικούς κρωγμούς των γλάρων
Ύστερη συντροφιά στο ανήλικο ταξίδι μου
Φτεροκοπώ μαζί τους με ριζωμένα τα μέλη μου στην ευτυχία
Εστία ζητώ στου μικρού αχινού το ορθρινό κελάρι
Να φυλαχτώ από τον λίβα και τη λαβή του Κρέοντα
Που σπιρουνίζουν με ιμάντα χάλκινο τα τελευταία μου άστρα!

Θυσίασα τις μέρες μου στη γειτονιά του παγωμένου αχάτη 
Για να έχουν φως και θώρι τα κρύα μεσημέρια των ανθρώπων!

Περιστρέφομαι με αειθαλές περίβλημα στους ώμους
Μέσα σε κόκκους γύρης και καταφτάνω
Στο γαλήνιο σκήνωμα της αγριελιάς συντετριμμένη από τη θύμηση
Πυρωμένα τα πόδια μου ματωμένα στη κνήμη
Προσκρούουν στα θαλάσσια περάσματα των ναυαγισμένων πλοίων
Πυρσούς κρατώ στα χέρια μου σβησμένους
Κι εκείνο το κοραλλένιο κομπολόι του αγαπημένου μου προπάππου
Ενθύμιο ακριβό μιας τρικυμίας
Σμίγω αδερφικά κάτω από το φως της ασετιλίνης
Με τον τελευταίο πλανόδιο καβαλάρη της όχθης
Είναι της μοίρας μου να προσμετρώ την ζωή μου σε απόσταση
Και τη κάνουλα του χρόνου να ρυθμίζω στο ρελαντί!

Θυσίασα τις μέρες μου στη γειτονιά του παγωμένου αχάτη 
Για να έχουν φως και θώρι τα κρύα μεσημέρια των ανθρώπων!

Πυρωμένα τα πόδια μου ματωμένα στη κνήμη
Διαθλούν στο μέτωπο μου συμπληγάδες πέτρες
Αδυνατώ πέρασμα να βρω όνειρο να ξανοιχτώ στο απρόσμενο
Κλυδωνίζομαι στο άρμα του ανέμου με κρυοπαγήματα στα χέρια
Χειμώνιασε και τα αρώματα των κρίνων
Δειλά χτυπούν τη πόρτα μου
Δεν περιμένω κανέναν ίσκιο ούτε γραφή από φτερό αγγέλου
Καρδιοχτυπώ σαν ακούω το γάντι της Ανατολής όταν χαράζει
Μόνη μου έννοια και πλησμονή
Ο ρουμπινένιος σταυρός των σύννεφων πριν την καταιγίδα
Αγαπήθηκα πολύ ξεχνώντας σε σταυροδρόμι πέτρινου αμαξωτού
Ένα ματσάκι πυρπολημένες παπαρούνες που ποτέ δεν χάρισα
Είναι πικρό το χαμόγελο στα χείλη του ορφανεμένου
Κι ο κόρφος ασφυκτιά στη λάβα του Αθανάτου!

Θυσίασα τις μέρες μου στη γειτονιά του παγωμένου αχάτη 
Για να έχουν φως και θώρι τα κρύα μεσημέρια των ανθρώπων!






Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

γη της Ανδαλουσίας



Χαράζει πάνω στους βοστρύχους του κισσού τσιγγάνικες προσευχές ...

Στην άσπρη σελίδα του κύματος
Που βρυχάται πάνω στο πήλινο σώμα σου
Παράδερνες νικημένος από τα εγκόλπια πάθη
Ενός προδομένου έρωτα
Με χαμένα τα αστραφτερά διαμαντικά σου
Θαμμένα θα έλεγες στα θεμέλια του αρχαϊκού ναού του Πλούτωνα
Χόρευε η καρδιά στης αρμύρας το πύργο
Κροταλίζοντας τα φύλλα της σε ρυθμό φλαμένκο
Χόρευε κι η σκληρή παρασχίδα του ανέμου
Διεισδύοντας μέσα στα χυμένα μυαλά των άλμπατρος
Ασήμιζαν τα άλλοτε γκριζαρισμένα μάτια του πόθου
Και γλύκαιναν ελαφρά κάτω από το προσφιλές ντουέτο
Των νοτισμένων φρυδιών σου λαγαρές ενοράσεις του πνεύματος
Νότες με επτασφράγιστα μυστικά αιώνων κούρσευαν
Την ζωή των κλεισμένων πηγαδιών διψασμένες για αίμα και κάρβουνο!

Στην άσπρη σελίδα του κύματος
Που βρυχάται πάνω στο πήλινο σώμα σου
Επιχρωμάτιζες ήλιους και άνθη σαρκοβόρα
Από το σύμπαν μιας πατρίδας που κανονιοβολήθηκε σκληρά
Από Σταυροφόρους με εμβληματικά τρόπαια χαλκού στα χέρια
Κράδαινες σφιχτά το ταφικό πειστήριο μιας αγάπης ξένης
Κι αρνιόσουν να μεταλάβεις τη κρύα κούπα του πειρασμού
Που σου πρόσφεραν της σελήνης τα ακροδάχτυλα
Μπαχτσές οπωροφόρων διεμβόλιζε το πικρό σου περικάρπιο
Κι ατίμαζε την χώρα των Αθλίων με παραπετάσματα αιθάλης
Αποσπούσες από τη γη δυο μαραμένες παπαρούνες κυρτές
Θέλοντας να διασώσεις σε κρυπτή σκοτεινή το ύστερο φως της Άνοιξης
Ιερομάρτυρας της ριζιμιάς πέτρας έστηνες καρτέρι
Σε κάβο απρόσιτο αποκωδικοποιώντας τους ήχους της θάλασσας
Νυκτωδίες με επτασφράγιστα μυστικά αιώνων χάλκευαν
Την ζωή των κλεισμένων κοχυλιών διψασμένες για της λήθης το κάρβουνο!

Γη της Ανδαλουσίας κλείνεις ερμητικά σε μαρμάρινη τεφροδόχο
Το αρχέτυπο μυστικό μου!



Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

αναταράσσω της ψυχής τα πτερύγια



Λιονταριού ανάστημα και ψυχή πάλλουσα πια δεν έχω
Με τόλμη να υπερίπταμαι στο χάλκινο φως της εσπέρας
Πέρα στα απάτητα λημέρια των γιγάντων με τις νωπές μνήμες
Η λέαινα καρδιά μου αποκοιμήθηκε νηφάλια και αδρανής
Μπρος στα μπαλωμένα αντίσκηνα του τροχήλατου τσίρκου
Αρρώστησε στης φλόγας το μικρό αλωνάκι βαριά
Έχασε τις εκλάμψεις που την πυροδοτούσαν με θυμό
Ούτε που διαισθάνθηκε την κλαγγή και το πάταγο των σπαθιών
Στη σκηνή των ουράνιων θαυμάτων
Μονομαχούσαν δυο αρχάγγελοι - σαλπιγκτές του παραδείσου
Βάζοντας στοίχημα τα τετράδιπλα πέπλα μου!

Λιονταριού ανάστημα και ψυχή ασκημένη στο μόχθο πια δεν έχω
Με πυγμή να ανασηκώνω τις προγονικές πέτρες
Στο κήπο με τις μαβιές κουτσουπιές που θάλπουν φωτεινές
Προδόθηκα οικτρά από τα στίφη των αργυραμοιβών και των ηθικολόγων
Και στη χαίτη της εαρινής χλόης εναπόθεσα σφραγιστό το μυστικό μου
Αναταράσσω της ψυχής τα πτερύγια
Και δωρίζω στου γλαυκού αγέρα την εξαίσια αιώρα
Ένα μπουκαλάκι με εσώκλειστο το περιλαίμιο της κουτσής νεράιδας
Χθες το βράδυ μου αποκαλύφτηκε σε όνειρο οιωνό
-Ταξίδια σε τόπους ερωτικούς με τα φτερά του ήλιου-
Μου μίλησε ψιθυριστά για τους χάρτινους ήλιους της Νινευής
Για τα κρυστάλλινα νερά του Βραχμαπούτρα
Και για το απολιθωμένο δάσος στο σύνορο του Πάρνωνα
Στο αγκάθι των κέδρων με μύησε στου Μέγα Σίμου τον απαλό μυχό
Πήρα μορφή ξανά κι απέδρασα σε κόσμους μυθικούς
Βάζοντας στοίχημα τα τετράδιπλα πέπλα μου!

Βυθίστηκα σε αρχέγονες λίμνες στις Ανατολικές περιφέρειες της γης
Εξαγνισμένη: Σοφία αποκομίζοντας από τα υδρόφυτα της όχθης!



Κυριακή 7 Απριλίου 2013

Η κατοικία των πτηνών


Ξύπνησα βαρύθυμα με μουσκεμένο
Το μαξιλάρι στα δάκρυα
Δάκρυα πρωινά καυτά
Να εμποτίζουν τις κρυφές συρραφές της ψυχής
Τίναξα την σκόνη των ονείρων
Από τα δάκτυλα
Όνειρα που με ταλάνισαν όλη νύχτα
Τα απαρίθμησα ένα - ένα πίνοντας ζεστό καφέ:
Ο νεκρός πατέρας
Ηλικιακά σε ώρα γάμου
Κράδαινε ένα παιδικό τόξο
Και σημάδευε τρυγόνια σε αμπέλι χλωρό
Μπουμπούκιαζαν στο πέτο του ταξιανθίες
Από ισχνά κυκλάμινα
Η μητέρα με έναν γνώμονα στο χέρι
Υπερμεγέθης και σχολαστική
Μέτραγε τα διάκενα στις τρίλιες του παραθύρου
Σαν να αποζητούσε να απαλείψει
Τις σκοτεινές ραβδώσεις απ΄τη ζωή μου
Τίναξα την σκόνη των ονείρων
Από τα δάκτυλα
Μήπως και καταφέρω και βηματίσω
Στην τραχιά επιφάνεια του κόσμου ασφαλής
Λοιδόρησα την εμμονή μου
Να βλασταίνω σαν δέντρο σε χαντάκι τυφλό

Βγήκα στο μπαλκόνι να διώξω τη νύστα
Την γκρίζα άσφαλτο ατένισα στιγμιαία
Η πρωινή δροσιά με συνεπήρε
Με έσπρωξε σε διάζωμα κοσμικό θαρρείς
Κρατήθηκα στην κόκκινη σάρκα των κρίνων
Και παρατήρησα
Σμήνη από υπερμεγέθη πτηνά
Και μια φωλιά αχυρένια ωοτόκο
Θρονιασμένα πάνω στη γκρίζα άσφαλτο
Πως βρέθηκαν εδώ απόρησα
Ίσως ήταν μέρος του ονείρου
Μπήκα στη κάμαρη
Λυτρωτικά κρατώντας στη μνήμη
Εικόνες από νεανικές περιπλανήσεις
Σε θέρετρα κι εξοχές μακρινές
Πλάι σε πτηνά που κυοφορούσαν
Φτερώματα αγγέλων και γαλήνιους κελαηδισμούς
Τίναξα την σκόνη των ονείρων
Από τα δάκτυλα
Ο πατέρας κι η μητέρα ήταν εκεί λίγο σαστισμένοι
Αχνογέλασα
Τώρα στους διαδρόμους της νύκτας θα διαμηνύσω
Την κατοικία των πτηνών που θώρησα
Να έχω για στρώμα στις ονειρικές πτήσεις μου
Σπειροειδείς πτήσεις σε ένα σύμπαν που αυγάζει

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

θα χαράξω στην βινύλια φύση σου μια αναπνοή



Υπερασπίζομαι με σκισμένη καλτσοδέτα μαύρη στο χέρι
Το συνοριακό φυλάκιο με τα χακί σιδερότυπα στα λάβαρα
Εκεί σου έχω φυλαγμένο σε πηγάδι αλλοτινό
Ένα ματσάκι κόκκινους ιβίσκους
Από το πρόσθιο παρτέρι της αυλής μου
Ωρίμασαν μόνο για εσένα
Ανάθημα να τους προσφέρεις
Στα μικρά φιδάκια της Παναγίας που πεινασμένα ξενυχτούν
Πάνω σε φθαρμένα φωτογραφικά φιλμ
Μιας εκδρομής που σιωπηρά τελεσφόρισε
Την ψευδαίσθηση και την υλακή του έρωτα μας!

Επιθεωρώ με σκισμένη καλτσοδέτα μαύρη στο χέρι
Το συνοριακό φυλάκιο με τα χακί σιδερότυπα στα λάβαρα
Και στον λαιμό σου κρεμώ ενοχικά τον χωρισμό
 - Σφυγμός δηλωτικός της αλαζονείας σου με καταθλίβει -
...................................................................................
Φταίνε τα μακριά σου δάχτυλα
Που έμεναν αλύγιστα και ψυχρά στο χάδι
Όταν γλύκαινε το μέλι στη κηρήθρα της ζήλιας
Φταίει η ευγλωττία του ανέμου
Που μακάριζε με σιωπή τους σελιδοδείκτες του βίου
Και σε απομάκραινε από τις τυμπανοκρουσίες της Άνοιξης
Μα πάνω απ΄όλα φταίει η βινύλια φύση σου
Γεμάτη χαράδρες δρομίσκους και χαοτικά μονοπάτια
Που χώριζε στα δύο την μπάντα της βροχής
Και αμαχητί παρέδιδε τις μελωδίες μου στην ψίχα του θανάτου!

Υπερβαίνω με σκισμένη καλτσοδέτα μαύρη στο χέρι
Το συνοριακό φυλάκιο με τα χακί σιδερότυπα στα λάβαρα
Σύρομαι σε κορυφογραμμή απρόσιτη που ο νους δεν συλλαμβάνει
Κώδικες φέρνοντας διττούς στα σκοτεινά ελατόδασα
Ελίσσομαι στο όνειρο σαν ουρά τρωκτικού κι αδέξια σε παραφράζω
Φταίει η ευγλωττία του ανέμου
Μια τρίλια αηδονιού κλείνει τις ώρες μου
Σε ρυθμικά μουσικά κύμβαλα που εσύ θρυμμάτισες
Συμφιλιώνομαι
Καταφύγιο ζητώ στις στοιχειωμένες λέξεις
Και με τη σέπια της λήθης
Σε ζωγραφίζω ολόγυμνο στο φως
Φταίνε τα μακριά σου δάχτυλα
Ιδροκοπώ και με μελάνι αχνό
Πάνω σε χαίτη αλόγου συνθέτω ολονύχτια ποιήματα
Ωρίμασα μόνο για εσένα και πένητας κυκλοφορώ
Στις παρυφές της μακρινής λιμνοθάλασσας
Μεγάλη η έξοδος
Γραδάρει τον επινίκιο ύμνο με ένα φιλί στερνό!


Τρίτη 2 Απριλίου 2013

τότε που τραγουδούσε η βροχή στις στέγες μας



Βγήκα στη βροχή ανυπεράσπιστη και τρωτή
Σχεδόν εξαϋλωμένη από τις αμμοθίνες του ανέμου
Που με καρτέρεψαν απίστευτα συμπαγείς - κράμα αμφίσημο
Στου Μέγα Σίμου το επιβλητικό οικοσύστημα - μύχος κυκλωτικός του ήλιου

Περιπλανήθηκα στους κόκκους του ασημένιου χαλαζιού
Σαν το φυτό που ανθίσταται στην πολιορκία της φύσης
Και με πανούργα αναδίπλωση σηματοδοτεί την ανελευθερία του
Χωρίς γιορντάνια βγήκα σχεδόν γυμνή να δελεάσω το κρουστό φορτίο της μηλιάς

Βγήκα στη βροχή ανυπεράσπιστη και τρωτή
Σχεδόν εξαϋλωμένη από τις αμμοθίνες του ανέμου
Που με καρτέρεψαν απίστευτα συμπαγείς - κράμα αμφίσημο
Στου Μέγα Σίμου το επιβλητικό οικοσύστημα - μύχος κυκλωτικός του ήλιου

Εποχές και χρόνοι που επιστρέφουν το δακτυλίδι των γιγάντων διάβηκαν
Ταλανίστηκα στη πολυτέλεια του πάθους να μυρίζω και να γευτώ
Του κόρφου σου και του αίματος σου το μπαχαρικό θαύμα
Τότε που η βροχή τραγουδούσε με λύρα επτανησιακή στις στέγες μας

Βγήκα στη βροχή ανυπεράσπιστη και τρωτή
Σχεδόν εξαϋλωμένη από τις αμμοθίνες του ανέμου
Που με καρτέρεψαν απίστευτα συμπαγείς - κράμα αμφίσημο
Στου Μέγα Σίμου το επιβλητικό οικοσύστημα - μύχος κυκλωτικός του ήλιου

Δρολάπι δεν βρήκα στις κοσμοπόλεις με τα τραυματισμένα φουγάρα
Προορισμός στο αχανές που η μοίρα σημάδεψε με κοντύλι
Αθάνατη γραφή πάνω σε διασταυρώσεις που μας χώρισαν
Η Άνοιξη μόνο κρατούσε εμπιστευτικά το βιβλίο των μικρών διαπομπεύσεων

Βγήκα στη βροχή ανυπεράσπιστη και τρωτή
Σχεδόν εξαϋλωμένη από τις αμμοθίνες του ανέμου
Που με καρτέρεψαν απίστευτα συμπαγείς - κράμα αμφίσημο
Στου Μέγα Σίμου το επιβλητικό οικοσύστημα - μύχος κυκλωτικός του ήλιου

Στις στέγες μας η Άνοιξη είχε διανοίξει με νύχια εφηβικά τους πλίθινους κεράμους του έρωτα!