Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Ολιγόλεκτα IV (σε δυο κύκλους)



*
Σε βρήκα κρυμμένο
Πίσω από μια συστάδα βρύων
Χέρια πρασινωπά σαύρας
Σκελετός πύρινων δέντρων
Μάτια ευθύβολα του σκότους
Να με παρατηρούν!

Πίσω από τις λειχήνες ήσουν
Και κουβέντιαζες νοσταλγικά
Με το ασημένιο περίβλημα
Ενός τζιτζικιού που παιδί ακόμα
Έκλεισες -στο παιχνίδι σου απάνω
Ερμητικά μέσα σ' ένα σπιρτόκουτο!

*
Κάποια στιγμή
Σούρουπο ήταν αν δεν απατώμαι
Εμφανίστηκε στον ουρανό καταμεσής
Στεφανωμένη με φίδια κι ερπετά
Η μικρή Ευρυδίκη
Όμορφα δακρυσμένη να σε προσμένει!

Μην κοιτάξεις πίσω
Πάνω να θωρείς
Στρώσε στο αλώνι σου
Κιλίμι πλουμιστό
Κι όταν έρθει η νύχτα
Παίξε στην λύρα σου
Τον πιο εύθυμο σκοπό της καρδιάς
Όραμα ήταν και μια υπενθύμιση
Όταν εσύ την μνήμη σου βίαια απώλεσες και εχάθης!

*
Οι κροκάλες γυάλιζαν
Στον ήλιο κι έσβηναν την αρμύρα
Από τους πόρους του στήθους τους
Πήρες μία τυχαία πέτρα
Στρογγυλή λεία χωρίς τραχιές εσοχές
Αυτές που αιχμαλωτίζουν το φως και το εκτρέπουν!

Πάνω στην πέτρα είπες
Θα ζωγραφίσω ένα φεγγάρι ολόγιομο
Και δυο εφήβους
Με χάλκινους βοστρύχους
Να έρχονται οι κόρες το μεσονύκτιο
Στην παραλία τον έρωτα να ψάχνουν
Με μάτια αστραπής σαν προβολείς πλοίου
Ολόγιομο ένα φεγγάρι θα φτιάξω
Αυγουστιάτικο
Να μην σκοντάφτουν
Πάνω στα σκληρά χαλίκια οι νέοι και πονούν
Αυτοί που καρτερούν ένα ιστίο να φανεί
Και αντ' αυτού μες τη νύχτα αντικρίζουν
Τα πέλματα τους αδειανά και υπόλευκα σαν φέρετρα νηπίων!

*
Εξόκειλες αίφνης ώρα νυχτερινή
Σε άγνωστα λιμάνια
Τραβηγμένος κι αιχμάλωτος
Από οχτάπλοκα πλοκάμια εκδίκησης!

Είχες ξεχάσει ηθελημένα
Το κλεισμένο σε μπουκάλι φυσητό
Προειδοποιητικό μήνυμα
Πως η θάλασσα αμαρτάνει
Όταν οσμιστεί και γροικήσει το αίμα
Της μικρής φώκιας
Στον λιμενοβραχίονα
Της παράκτιας πόλη σου θυσιασμένο!

*
Απέκοπτες μίσχους και φυλλώματα
Χειμωνιάτικων λουλουδιών
Με δάκτυλα ψαλίδια τα νέκρωνες
Ανενδοίαστα χαμογελούσες
Αν και παιδί ακόμα
Επιτελώντας έτσι την χειρουργική σου άσκηση!

Μετά από χρόνια στην επαρχία
Στον ιδιωτικό σου χώρο
Μάζευες λογής λογής ανθογυάλια
Τα στόλιζες επιμελώς
Μόνο με αμάραντα πλαστικά άνθη
Τα αληθινά βρίσκονταν στην πρασιά
Έξω στον κήπο σου
Κι ο κηπουρός που ήξερε καλά
Τις συνήθειές σου
Με αγκαθωτό σύρμα τα περιέφραζε
Σε είχε τρακάρει
Γεναριάτικο δειλινό
Πάνω απ' τους τάφους των γονιών σου
Να σπάζεις τα μάρμαρα χίλια κομμάτια
Έχοντας για λοστό ένα μπουκέτο ολάνθιστες ανεμώνες!