Σάββατο 3 Ιουνίου 2017

O έρωτας του φεγγαριού

Αποτέλεσμα εικόνας για του Μαγιού φεγγάρι

Μια ριπή αγέρα διαπερνούσε απ' άκρη σ' άκρη την πόλη κάθε που έφτανε η ώρα
που το κορίτσι του κάστρου έβγαινε από το σπίτι του
Ψηλή λυγερόκορμη ελαφροπατούσα
ξεκινούσε τη βόλτα της προς την κατεύθυνση του παρακείμενου ποταμού
Κανείς δεν την είχε δει ποτέ Κανείς δεν την είχε πλησιάσει Κανείς δεν της είχε πάρει λόγο
Με τις νυχτοπεταλούδες μιλούσε με τις μυρτιές και τ' άγουρα στάχυα συναναστρεφόταν
Στο φως της μέρας ποτέ δεν έβγαινε  Ήλιου χάραμα δεν είχε δει Φιλήματα δεν ήξερε
Σαν μια μάγισσα του σκότους την φόβιζε πολύ το φως και τ' ανακάτεμα με τα επίγεια
την απωθούσε
Μόνο μία νύχτα κάθε που έβγαινε το ολόγιομο φεγγάρι του Μαγιού χάραζε την πορεία της
στον έξω κόσμο Μια φορά το χρόνο ξετύλιγε το νήμα μη και χαθεί Όλα τα φεγγάρια τα
αγαπούσε αλλά μόνο εκείνο του Μαγιού ήταν που την προσκαλούσε ερωτικά κοντά του
Περπατούσε αργά με τις πρέπουσες πάντα προφυλάξεις να μην πληγώσει το χώμα τις πέτρες
και τα ολάνθιστα ρόδα Ειδικά τα ρόδα που της έδιναν εκατόφυλλες ζωές κι ανάσες πολύχρωμες
Κάποιοι την αποκαλούσαν "κόρη του φεγγαριού" και κάποιοι άλλοι "αλλοπαρμένη" και "μάγισσα"
Μάλιστα τόσο μακριά έφτανε η φαντασία τους που την θεωρούσαν ικανή -με τις υπερκόσμιες
δυνάμεις της- να προξενήσει αναστάτωση στις μικρές καθημερινές τους στιγμές
Δονήσεις και ρήγματα βαθιά στις απρόσωπες σχέσεις τους να επιφέρει
Έκαναν τάματα στον Άγιο Έκαναν ολονυχτίες στην Παναγιά των Βράχων Σκόρπιζαν στάχτη
στα σταυροδρόμια Γέμιζαν τις στάμνες με αμίλητο νερό Μάζευαν τα παιδιά πριν πέσει
το δείλι στο σπίτι μην και τα πληγώσει
Κλειδαμπάρωναν τις πόρτες κι έβαζαν στα πόμολα αραχνοΰφαντα σκεπάσματα
διάφανα να γίνονται τα χάδια τους Μαγικά ανακάτευαν φίλτρα
Κακό να μην τους βρει Η ματιά της μην τους διαπεράσει Η δύναμη της μην τους τσακίσει
Αυτή τίποτα απ' τα παραπάνω δεν γνώριζε Με το νήμα στο χέρι περπατούσε
 Ένας ο προορισμός ένας ο πόθος της:
Ν' αγκαλιάσει το ολόγιομο φεγγάρι που στο ποτάμι πνίγονταν
Αχτίδες να μαζέψει στο προσκεφάλι της να τις φυλάξει
Να λάμπουν ονειρικά οι μακριές της νύχτες
Απόκοσμες ν' ακούει μελωδίες σαν εκείνες των γρύλων την ώρα της συνουσίας
Όλα κυλούσαν ομαλά σαν τα ατάραχα νερά της λίμνης Όλα προχωρούσαν τακτικά καθώς
η βούληση όριζε ώσπου ήρθαν οι ασημοκλωστές της βροχής πάνω στο κάδρο της φύσης
κι όλα τ' ανέτρεψαν
Χάθηκε το Μαγιάτικο φεγγάρι πίσω από τα σύννεφα Αγρίεψε ο ποταμός Κόπηκαν τα νήματα
Στιγματίστηκε ο έρωτας από μάτια ξένα Η περιπλάνηση μονομιάς διακόπηκε όπως βίαια και
κάθετα το νυστέρι τέμνει το σώμα στον πάγκο του νεκροτομείου
Αδήριτη έμοιαζε η φυγή
Εκείνη τη χρονιά αναβλήθηκε το ταξίδι Τα όνειρα μετακόμισαν στις ρίζες των δέντρων
κι η κόρη του κάστρου αμπαρώθηκε στην σκοτεινή της κάμαρα αποκαμωμένη μόνη
κι απογοητευμένη
Δεν άνοιξε τα παντζούρια Δεν πότισε το βασιλικό στο κεφαλόσκαλο Δεν μάζεψε σποράκια
για τα σπουργίτια Της έλειπε ο έρωτάς της
Απίστησε το φεγγάρι πρώτη φορά και δεν βγήκε χρυσοκλωστές να δέσει στα μαλλιά της
καλούδια να ακουμπήσει στα πόδια της
Πήρε λοιπόν κι άρχισε να υφαίνει τα σκοτεινά της υφαντά Που και που τα πλούμιζε με υγρά
φεγγάρια Μαγιάτικα ολόγιομα φεγγάρια που τον νου της έκλεβαν από παλιά
Εκείνα τα ψεύτικα
Ακούγονταν ο αργαλειός της απ' άκρη σ' άκρη σε όλη την πολιτεία
Ένας χτύπος αέναος σφυροκοπούσε τις μνήμες τα πάθη και τις απουσίες
Χάραζε στα παιδικά μάγουλα  μουσικές 
Τακ-τουκ όλες τις νύχτες να υφαίνει υγρά φεγγάρια
Να μην ξαποσταίνουν οι άνθρωποι
Να ακροάζεται το σκυλί με τεντωμένα τ' αυτιά και να αλυχτά
Να εγείρεται ο ουρανός και να σκορπιέται Να αμαρτάνουν οι ψυχές και να ξεχνιούνται άταφες
Τακ-τουκ με τη συνοδεία μιας ασίγαστης βροχής πάντα
Τακ-τουκ σι-σι στοίχειωναν εφιαλτικά όλο τον κόσμο
Περιέπαιζαν τις μοναξιές Ξεθώριαζαν τους μύθους
Εμπότιζαν τους κήπους με όξινα φιλιά
Πολλά τα υγρά φεγγάρια πολλά τα αινίγματα κι η κόρη του κάστρου στον υγρό της τάφο
να χαμογελάει γλυκόπικρα!