Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

Συνθηκολόγηση

Είχα την αίσθηση πως
κάποιος ήταν μες το δωμάτιο.
Κάτι σαν σούρσιμο ακούστηκε
και νομίζω πως βήματα εντόμου
αφουγκράστηκα πάνω στο παχύ χαλί.
Και ναι, δεν λάθεψα.
Ήσουν εσύ ιδρωμένος ακόμα
από το ταξίδι, αναστατωμένος
από το πυρ ομαδόν των άστρων.
Ήρθες για άλλη μια φορά
πάνω στο σταχτί σου άλογο.
Άκουσα το χλιμίντρισμα του.
Μόνο πρόσεχε, μην το δένεις
μακριά, τώρα τελευταία
περνούν αγέλες λύκων και
μια πεινασμένη αρκούδα ήρθε
προχτές και μού ζήτησε γάλα.
Είχε ένα βλέμμα γυάλινο
δολοφόνου ή μάλλον είχε μια
άδεια ματιά δραπέτη που
ξενοκοιμάται στο βουνό με τις φτέρες.

Φοβάμαι γι αυτό, το άλογο σου λέω,
φοβάμαι και για σένα.
Έρχεσαι ανυπεράσπιστος.
Εγώ όμως σε προσέχω και
σε κλείνω στην χούφτα μου.
Εδώ σε φέρνω ζωντανό.
Τι κι αν σε βλέπω σαν μέσα
απ' όνειρο καταφέρνω να σε αγγίζω.
Δεν ξέρω πώς, μην το ρωτάς.
Είσαι όμορφα ντυμένος,
μόνο που έκανες πάλι το ίδιο λάθος
και δεν άλλαξες παπούτσια.
Τα σανδάλια που φοράς είναι
από εκείνο το παιδικό θεατρικό
που είχα παίξει, πάλιωσαν
και δες τα δεν εφαρμόζουν
στο πόδι καλά, θα σκοντάψεις.
Την επόμενη φορά βάλε
εκείνα τα ταμπά λουστρίνια
που μισοτιμής πήραμε στην
αγορά, δεύτερο χέρι ήταν.

Πόσο σου πήγαιναν!
Ήταν δύο νούμερα μεγαλύτερα
σού έκαναν όμως μια χαρά.
Εκείνος που τα είχε πριν
από εσένα τα είχε προσέξει,
δεν τα στραβοπάτησε, είχε
ελαφίσιο πέλμα σαν το δικό σου
και χωρίς κανένα ίχνος πλατυποδίας.
Αυτά να βάζεις.
Επιμένω στα παπούτσια
όπως βλέπεις με το πείσμα
μικρού παιδιού γιατί αν χαθώ κάποτε
με αυτά θέλω να μ' αναζητήσεις.
Μόνο σε αυτά τα βήματα
ξέρω να υπακούω,
όμοιο στρατιωτάκι σε παρέλαση
καρναβαλιστών σε έτη αλλοτινά.
Καταδικά μας.

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

haibun

Το ιερό σκεύος

Από το πρωί έβρεχε ασταμάτητα. Στο σπίτι ήταν όλα ήσυχα. Η γάτα στη μαξιλάρα της, το καναρίνι κουρνιασμένο στο κλουβί κι η μικρή αράχνη στον ατελή ιστό της. Αυτή μόνη ντυμένη βαριά με κασκόλ και γάντια περίμενε να κοπάσει λίγο η βροχή για να φύγει και να βγει έξω.

Σκούρα σύννεφα-
ήρθαν τα πρωτοβρόχια
η γη ξεδιψά.

Κατά το μεσημεράκι η βροχή χαμήλωσε λίγο. Βγήκε έξω πήρε το ποδήλατο της κι έφυγε. Η αποστολή της ήταν να πάει στο ταχυδρομείο να ρίξει ένα γράμμα. Ποδηλατώντας στη βροχή νόμιζε πως οι σιγανές ψιχάλες έβγαιναν από ένα ιερό σκεύος κι έπεφταν χαλαρά επάνω της και την έραιναν.

Χλόη στον κήπο-
βγήκαν τα χρυσάνθεμα
ήλιοι κίτρινοι.

Στο δρόμο προς το ταχυδρομείο συνάντησε μια πολύ κοντινή της φίλη που έκανε κι αυτή ποδηλασία. Την ακολούθησε ώσπου στο τέλος κατέληξαν στο μικρό καφέ για να πιουν ένα αφέψημα. Εκεί της μίλησε με θέρμη για τον τελευταίο μεγάλο της έρωτα και για το περιεχόμενο του γράμματος που είχε στείλει.

Στολίδια της γης-
σκούφοι των κυκλάμινων
οι μίσχοι λεπτοί.

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Πρωινή βάρδια

Ποτέ δεν μένει ανενεργή
η χιλιόχρονη καρδιά μου.
Ξυπνάει πρωί πρωί στιλβώνει
τα παπούτσια, τροχίζει
τα μαχαίρια, αερίζει το σπίτι
κι ύστερα καταπιάνεται
με το ζύμωμα, κανείς να μην
πεινάσει.
Παίρνει σκληρό αλεύρι,
νερό βρόχινο, προζύμι
και αγουρέλαιο ανασηκώνει
ως πάνω τα μανίκια κι αρχίζει.
Φτιάχνει εφτάζυμους άρτους,
μοσχοβολιστά κριτσίνια,
αφράτα παξιμάδια και για
το τέλος αφήνει τα πρόσφορα
για να μερώσει λίγο
τους απαιτητικούς νεκρούς.

Όταν τελειώσει βγαίνει στο
θεωρείο του σώματος κι αρχίζει
το σερβίρισμα.
Κερνάει καφέδες, υποβρύχια,
μαύρη σοκολάτα και τσάι
του βουνού τους νυχτερινούς
της επισκέπτες.
Κι είναι πολλοί αυτοί που
την τιμούν με την παρουσία τους.
Μικρά παιδιά του πολέμου,
μανάδες στοργικές με
σακατεμένα χέρια, ερωτευμένοι
έφηβοι και γέροντες που της
μαθαίνουν απέξω την ιστορία.
Γιατί η ιστορία αν ξεχαστεί
μυρίζει άσχημα: κομμένο μυαλό,
σάρκα σαπισμένη και πρωτόγαλα
που ξίνισε πριν καν βγει.

Για όλους και για όλα φροντίζει
κι όταν τελειώσει καλεί κοντά
της τον άγγελο της και
το σφαγιασμένο αηδόνι για να
εξευμενίσουν με το τραγούδι
τους την ημέρα που καταφτάνει.
Ύστερα απ' όλα αυτά φορά
τα στιλβωμένα της παπούτσια,
ρίχνει ένα σάλι πάνω της
και βγαίνει απ' το σπίτι.
Τραβά για την πολιτεία
σφυρίζοντας τη διεθνή.
Εκεί συναντά τους εργάτες
της πρωινής βάρδιας
και μαζί τους πηγαίνει
στη δουλειά για να προάγει
στον άμβωνα του νέου κόσμου
τα διότι του μόχθου, του αγώνα
και της εγκαρτέρησης. 

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2024

Μια απροσδόκητη άνθιση

Από το παράθυρο είδε το δέντρο
ανθισμένο.
Ταράχτηκε, τα έβαλε με
τον εαυτό της.
Πώς και δεν το πρόσεξε νωρίτερα;
Πώς το άφησε να ανθίσει χωρίς
την δική της επιρροή;
Λεπτό - λεπτό πώς δεν είχε
συμμετάσχει στη μεγαλουργία του;

Έβαλε τα τσόχινα γάντια της
και κατέβηκε στον δρόμο.
Το δέντρο εκεί να την κοιτάζει
μέσα από την πλήρη του άνθιση.
Κάποια πέταλα μάλιστα είχαν
πέσει κάτω.
Έσκυψε τα μάζεψε και τα παράχωσε
στην τσέπη της.
Απομακρύνθηκε με μια αίσθηση
αρμονίας να διαπερνάει την σκέψη της.

Στο σπίτι έκανε μια μεγάλη
ανδραγαθία: πήρε τα πέταλα,
στόλισε τα μαλλιά της κι έπειτα
μπροστά στον καθρέφτη της
εισόδου άρχισε να γελάει δυνατά.
Σήμερα θα αποτίναζε τα δεσμά της
με το θεριό.
Διακαώς πόθησε την δική
της άνθιση κι έξαφνα πριν
ακόμα γείρει το κεφάλι αριστερά,
ήρθε και την βρήκε ασυγκράτητη
η χαρά σφαλνώντας της τα χείλη.

Οι καταχραστές

Το γκρι φουστάνι είχε
ξεχαστεί στη ντουλάπα.
Μετά την εκδημία της
μαμάς κι όταν πήραμε
να μοιράσουμε τα ρούχα
βρήκαμε στο στρίφωμα
του τις πέντε χρυσές λίρες.
Ήταν το δίχως άλλο
ο οβολός της για την
απέναντι όχθη που
εμείς καρπωθήκαμε
ως άλλοι ψυχοπομποί.

Σάββατο 2 Μαρτίου 2024

Ο μικρός άλτης

Απ' όταν έφυγες μια θάλασσα
μπήκε ανάμεσα μας και μας χώρισε.
Θάλασσα πλατιά αφιλόξενη
τρικυμιώδης.
Μέσα της πνίγονται αύτανδρα
τα καράβια και στη ζοφερή τους
πορεία τα ακολουθούν κάποιες
γοργόνες γερασμένες κι αμίλητες.
Είναι καιρός που σταμάτησαν
να ρωτάνε το οτιδήποτε και
το μόνο που κάνουν είναι
να κρατούν στα χέρια τους
μαύρα μαντήλια του πένθους.

Κοίταξε τα πως επιπλέουν στην
επιφάνεια, μη γελαστείς
και νομίσεις πως είναι βραχονησίδες
και κολυμπήσεις κοντά τους για να πας.
Μην πλησιάσεις αυτά τα μαντήλια
μαύρο ξερνούν δηλητήριο και θα αρρωστήσεις,
θολούς ανεβάζουν καπνούς
και θα ζαλιστείς και η ύφανση
τους πολύπλοκη είναι και πυκνή
κι αν πέσεις μέσα της θα σε καταπιεί
ολάκερο όπως το μυθικό κήτος τον Ιωνά.

Τώρα θάλασσες μας χωρίζουν,
μίλια πολλά μας απομακρύνουν.
Οι κόσμοι μας δεν συγκλίνουν
πουθενά.
Χάος, άβυσσος, λησμονιά, έρεβος
αναμεταξύ μας, καθόλου στεριά να βγουν
τ' αγριολούλουδα.
Εσύ ψηλά να πετάς και με τους
σταυραετούς να σμίγεις
και τα θαλασσοπούλια
κι εγώ μαινάδα να γίνομαι
να ψάχνω το παιδί εκείνο
που στο σκάμμα του έρωτα
τρία πηδούσε μέτρα.
Αυτό το παιδί ξέρει καλά
πως να καταργεί τις αποστάσεις.
Πολλά έχει χαλίκια στις τσέπες του
κι αν τα αφήσει να πέσουν
γέφυρες θα γίνουν και θαλασσοσπηλιές
για να μην κλαίει μόνη της η αγάπη.

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

senryu

17σύλλαβο χιουμοριστικό ποίημα με επίκεντρο τον άνθρωπο.

Κλειστή η οδός
διαδηλωτές φωνάζουν
σκούζουν σειρήνες.

*
Οδός ονείρων
σβέλτη η σερβιτόρα
ελιά στο μπούτι.

*
Ανοιχτή οδός
σαραβαλάκι έρπει
στριγγλίζουν κόρνες.

*
Ασφαλής οδός
κοριτσόπουλα περνούν
σφυρίζουν μάγκες.

*
Πηχτός ιδρώτας
ανηφορική οδός
μουσκίδι πλήθος.

*
Ήσυχη οδός
αναρριχώνται κλέφτες
γάντζοι τα πόδια.

*
Ισχνός φωτισμός
κακόφημη η οδός
ρεστάρουν μάγκες.  

*
Ορδές κυνηγών
ανθισμένη η οδός
οι κάνες στραβές 

*
Έλευση ψυχών
οδός με ασφοδείλια
ψόφιος ο χάρος. 

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024

Ωδή στη νύχτα

Στον φίλο Γιάννη

Στη νύχτα δόθηκα από μικρή.
Νυχτοπούλι της ήμουν
κατά πως έλεγε η μάνα μου.
Αρνιόμουν να πάω νωρίς
για ύπνο και μπροστά στον
καθρέφτη της εισόδου
αρεσκόμουν να προβάρω
το ένα μετά το άλλο τα
βαρύτιμα λαμέ ρούχα της.
Προσηνής ήμουν μαζί της
κι αυτή ανοιχτοχέρα μεγάλη
κάτω από τα πέπλα της
με έμπαζε τα πρώτα να γράψω
παιδικά σκαριφήματα.

Μια φορά, το θυμάμαι καλά,
νύχτα γεναριάτικη ήταν και
στον κήπο ακουγόταν το συρτό
μοιρολόι του γκιώνη
παράτησε μπροστά στα σκαλιά
της καρδιάς μου ένα παράνομο
βλαστάρι της.
Καρπός ενός βίαιου έρωτα ήταν.
Το δέχτηκα πώς να το αρνηθώ;
Το υιοθέτησα και στα λιανά μου
χέρια δικό μου έγινε παιδί.
Ερμή το ονόμασα τα γράμματα
μου να παίρνει και να τα ρίχνει
μέσα στο γραμματοκιβώτιο
της αγάπης.
Έτσι με αυτό τον τρόπο
αγάπησα βαθιά όλους τους
ταχυδρόμους που κατά καιρούς
πέρασαν από το σπίτι μου.

Πολλούς είχα αγαπητικούς
πριν ακόμα ξυπνήσει η φύση
το ρολόι του σώματος.
Η νύχτα μου έδινε τα πέπλα της
σαν την Σαλώμη να χορεύω
μπροστά τους.
Αγάπησα κι αγαπήθηκα πολύ
χάριν αυτής και πολλά
αγγελικά έκανα μωρά
το πέπλο μου να κρατούν
να μην τσακιστώ στα καθημερινά
νυχτοπερπατήματα μου.

Και τι δεν έβρισκα στο διάβα μου
δεν λέγεται:
Διαμαντικά, εβένους, χρυσάφια,
ασήμια αλλά και την ηδονική
κρύπτη της ποίησης.
Δελεάστηκα και βαθύπλουτη
έγινα, σήμερα εδώ να μιλώ
για τις χάρες της
και καταθέσεις πολλές
να κάνω στο όνομα της.
Τόσους θησαυρούς τι να τους
κάνω αν μοναχή μου τους έχω;
Τα μωρά μου μεγάλωσαν
κι έφυγαν κι εγώ που ξέμεινα
από αγαπητικούς νυχτοπούλι
της ζητώ να γενώ ξανά.

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

Πως ο πατέρας αξιώθηκε να ζήσει τα θαύματα

Ο πατέρας ήταν πολύ ευσεβής και πίστευε βαθιά στα θεία. Άγιος άνθρωπός ασκητικός κατά γενική παραδοχή.
Πήγαινε ανελλιπώς κάθε Κυριακή στην εκκλησία, νήστευε, διάβαζε τις γραφές, άναβε συχνά τα καντήλια των κοντινών εκκλησιών κι ήταν επίτροπος στον τοπικό ναό.
Μια μέρα ηλιόλουστη, Μάρτης ήταν, πήγε σε ένα μακρινό χωράφι που συνόρευε ανατολικά με το ξωκλήσι της Παναγίας της Ζωοδόχου Πηγής.
Ήταν το μόνο χωράφι που δεν του είχε δώσει σταγόνα λάδι την προηγούμενη χρονιά και ζητούσε περισσότερο από τ' άλλα την προσοχή του.
Όταν τελείωσε με το σκάψιμο και το ανάριεμα σκούπισε με την ανάστροφη το ιδρωμένο μέτωπο και κατευθύνθηκε στο ναό για να προσκυνήσει. Πριν περάσει το κατώφλι έσκυψε κι έσβησε τη δίψα του από την ιερή κρήνη του αυλόγυρου. Μετά άνοιξε την σαρακοφαγωμένη πόρτα και σεβάσμια μπήκε στο χώρο βγάζοντας το καπέλο του.
Αφού ασπάστηκε τις εικόνες έφτασε μπροστά στην ωραία πύλη κι είπε να ανάψει τις οχτώ καντήλες που βρίσκονταν εκεί. Τις γέμισε ευλαβικά με λάδι κι έβγαλε από την τσέπη τα σπίρτα.
Τότε ήταν που έγινε κοινωνός ενός απίστευτου θαύματος.
Οι φλόγες ξεπετάχτηκαν ατίθασες και ξεπέρασαν σε ύψος τα εικοσιπέντε εκατοστά. Δυο παλάμες πάνω κάτω αντρίκιεςαγγέλους. Ανέβαιναν οι φλόγες ασυγκράτητες σαν να ήθελαν να διατρυπήσουν με μανία το ετοιμόρροπο ταβάνι και να συναντηθούν με τους αγγέλους. Ο πατέρας αποσβολωμένος σταυροκοπήθηκε και τσίμπησε τα πλευρά του για να βεβαιωθεί ότι δεν έβλεπε όνειρο.
Ταράχτηκε τόσο που τα πόδια έγιναν βαριά σαν τσιμέντο και δεν τον βαστούσαν άλλο όρθιο.
Διάλεξε το πιο κοντινό στασίδι κι έκατσε. Μια χοντρή σταγόνα
από δάκρυα διέσχισε το δεξί του μάγουλο κάνοντας την όραση του θολή. Έτριψε τα μάτια του με το μαντήλι για να δει καλύτερα.
Οι φλόγες εξακολουθούσαν να είναι τεράστιες.
Με κόπο πήρε από το ψαλτήρι το ευαγγέλιο κι άρχισε να διαβάζει με τρεμάμενη φωνή αποσπάσματα και ύμνους.
Έμεινε εκεί ως το σούρουπο. Για ένα τρίωρο οι φλόγες δεν έλεγαν να καταλαγιάσουν.
Η φοράδα του δεμένη στον πλάτανο έξω από το ναό φούρμαζε αναστατωμένη. Λίγο έλειπε να κόψει την τριχιά της. Με ασταθή βήματα βγήκε από την εκκλησία και πήγε κοντά της. Την χάιδεψε με ταπεινότητα και παραλογισμένος ακόμη από τη μέθεξη ξεκίνησε να φύγει. Την ίδια νύχτα κι ας ήταν απαγορευτική η ώρα κατέφυγε σχεδόν παραπαίοντας στον παπά του χωριού.
Του διηγήθηκε το περιστατικό με φωνή τρεμουλιαστή, αυτός τον άκουσε προσεχτικά και τον συμβούλεψε να νηστέψει για ένα μήνα. Δεν παρέλειψε να του τονίσει πως πρέπει να νιώθει ευλογημένος για αυτό που έγινε και να μην το πει παραέξω.
Εκείνο το βράδυ και για πολλές νύχτες ακόμη δεν κοιμήθηκε καθόλου. Η χαραυγή τον έβρισκε γονατιστό μπροστά στο εικονοστάσι να σταυροκοπιέται και να προφέρει εδάφια από την Αγία γραφή.
..................................................................................................................................................................
Την επόμενη χρονιά κι ενώ όλο το χωριό είχε ακαρπία, τα δικά του χωράφια ήταν υπερβολικά γεμάτα ειδικά αυτό της Παναγίας. Ο πατέρας είχε αξιωθεί κι ενός άλλου θαύματος και έτσι απόλυτα θρήσκος καθώς ήταν αποφάσισε το λάδι που έβγαλε από την απρόσμενη φετινή λαδιά να μην το κρατήσει για την φαμίλια παρά να το μοιράσει στους άπορους και στους ναούς της ευρύτερης περιοχής.
Κάπως έτσι ησύχασε το παραδαρμένο του πνεύμα κι ενισχύθηκε τα βέλτιστα η πίστη κι η προσήλωση του στα θεία.

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024

Το εκμαγείο του έρωτα

(κι αν μάδησαν τα φτερά μου
δεν ξέχασα ποτέ τους αλλόκοσμους
αιθέρες)

Τόσο μικρός έγινες που
χωράς μέσα στη φούχτα μου.
Όνομα μου εσύ γαλήνιο.
Πεμπτουσία μου εσύ μοναδική.
Ψυχή μου εσύ ελεύθερη.
Σε θέλω, σε έχω, σε προσκυνώ.
Στη γραμμή της ζωής μου
ξαπλώνεις και κοιμάσαι και
με το μεσαίο δάχτυλο μού
δείχνεις του έρωτα τα τοπία.
Τη ζέστη των χεριών μου
αγαπάς κι από τον αντίχειρα
μου ζητάς να σου στείλει μαντήλι
αιθέριο πάνω στις ζαρωματιές του
να σμίξουμε ερωτικά
σαν δυο κυπρίνοι στην όχθη της λίμνης.

Στον έρωτα σου προσπέφτω
και σε εμπεριέχω.
Όλος εσύ μια ταξιανθία ζουμπουλιών
που το μυαλό μου λιγώνει.
Άρωμα μου εσύ μυστηριακό
Χρώμα μου εσύ πρωτόφαντο
Ψυχή μου εσύ ελεύθερη.
Στο λακκάκι του λαιμού μου
βρίσκεις καταφύγιο κι εκεί
ρίχνεις τις βαθιές ρίζες σου.
Νάμα σε ποτίζω γλυκόπιοτο.
Μεθάς και τραγούδι αρχίζεις
πωγωνήσιο καθώς παραπλήσια
στις χορδές μου ζεις κι εμπνέεσαι.

Με ανακριτικό φακό στο χέρι
σε δικάζω και σε μέμφομαι.
Σε καταδικάζω και στο αίμα
μου σε φυλακίζω παντοτινά.
Ακριβό μου εσύ στολίδι που
από τα χέρια μου έπεσες.
Σελίδα μου εσύ λευκή που
πάνω της θα φυτρώσει
πάναγνο το ποίημα.
Ψυχή μου εσύ ελεύθερη.
Στον αφαλό μου εισχωρείς
και με στάση εμβρυακή απ'
το αμνιακό μου υγρό θρέφεσαι
κι εκεί κολυμπάς.
Γεννήτορας σου γίνομαι και
κάτω από τους ήχους του
σήμαντρου σε διπλανασταίνω.

Τόσο μικρός έγινες που
χωράς μέσα στου πέλματος
μου το τόξο.
Σε ταξιδεύω, σε κυκλοφορώ
και σε αρχαϊκά σε πηγαίνω
θέατρα μαγικά για να σμίξεις
με τους μύθους των Ατρειδών.
Πολιορκητική μου εσύ μηχανή
που κοντά σου ξεψυχώ.
Ταξίδι μου εσύ μακρινό που
στο βόρειο σέλας με βγάζει.
Ψυχή μου εσύ ελεύθερη.
Σε θέλω, σε έχω, σε προσκυνώ.
Δρόμους πλατιούς ανοίγω και
χωρίς χάρτες σε οδηγώ
στα συλλαλητήρια της αγάπης
και του μόχθου.
Μπροστάρης εσύ κι εγώ
ο βαρυσήμαντος λόγος του
μέλλοντος που για χρόνια
ολάκερα θα κυοφορώ για σένα.

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024

Διαπραγματεύσεις

Ημισέληνος ήμουν
μα όταν έσμιξα μαζί σου
λαμπρή έγινα πανσέληνος
και φιγουράρω μπροστά
στους καθρέφτες των
καλλίπυγων κορασίδων.
Με μάτωσες.
Ιδού η σκοτεινή μου πληγή.
Με έθρεψες.
Κοίτα τα παχυλά μου μπράτσα.
Με πότισες.
Δέξου τα πολύχρωμα άνθη
του στέρνου μου.
Στο τέλος κι αφού πρώτα
με χόρτασες, αβασάνιστα
με έριξες σε ένα βαθύ χορταριασμένο
πηγάδι να συνομιλώ με της λήθης
το παγερό νύχι.

Χάνω τα μάτια μου, την καρδιά μου,
τα χέρια μου και το σώμα
μου όλο, ένα γλυφό νερό το περιλούζει
και το ροκανίζει.
Πώς θα βγω από εδώ;
Ποδηλάτισσα να γίνω να τριγυρνάω
πάνω στων μνημάτων την
αφειδώλευτη λευκότητα και
στων γεννήτορων μου την
αγιασμένη περφάνια.

Η τυράγνια σου με τρώει, κάνω
να αναρριχηθώ κι εσύ με των
λόγων σου τη φαρμακερή
σαΐτα όλο πιο μέσα με τραβάς.
Τις μάγισσες καλείς κοντά μου
κι αναθυμιάσεις με ζαλίζουν.
Με την λάβα των ηφαιστείων
απειλείς να με κάψεις.
Ιούδας γίνομαι πάνω στης συκής
την γαλακτερή παλάμη.
Αιωρούμαι ατελεύτητα....
Φοβάμαι, τρομάζω και να αποσχιστώ
από το κράτος σου θέλω.

Μισώ το νέο σώμα που με έντυσες,
περιφρονώ τα κοράκια
που με τριγυρίζουν.
Πεταλιά θέλω δυνατή να πατήσω
κι ολόφωτη να βγω
στα χρυσαφένια χωράφια του ήλιου
και στου ουρανού την τραχιά
επιδερμίδα ημισέληνος να ξαναγίνω
και να διαιρεθώ σαν τον κλέφτη
σε χιλιάδες κομμάτια.

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

Τα εργαστήρια των ποιημάτων

              αφιερωμένο στον Ελισσαίο 

Παλιά τα ποιήματα μας τα γράφαμε
σε πινακάκια μαθητικά.
Σχεδόν, πριν τελειώσουμε
τα σβήναμε για να έρθουν τα επόμενα.
Δεν τα χάναμε καθώς στις σελίδες
της καρδιάς μας καταχωρούνταν
ένα προς ένα.
Βολική η καρδιά τα φιλοξενούσε
και τα παραχωρούσε ένδοξα
στην αιωνιότητα.
Με αχλή τα έντυνε κι αίμα ζεστό, αφρίζον.
Πάλλονταν και ζούσε μέσα από αυτά
και στα κύτταρα του σώματος
κατόπιν τα διασκορπούσε για να μην
βαραίνει εντός η πέτρα του πόνου
και η υπερβολική των λέξεων
φρενίτιδα.

Τώρα τα ποιήματα μας
τα γράφουμε και τα καταχωρούμε
σε αρχεία ηλεκτρονικά
καθώς οι σελίδες της καρδιάς
αδυνατούν πια να τα προσαρτήσουν.
Ο όγκος πολύς και το αίμα λίγο.
Τα κύτταρα άρρωστα και το σώμα
καταπονημένο απ' την πολλή συνάφεια
του πλήθους.
Επιλεκτικά τα στέλνουμε σε δυο τρεις
φίλους που τα συναισθάνονται
και δεν τα κλωτσούν σαν παραγινωμένο
φρούτο.
Έτσι καταφέρνουμε να μοιράζουμε
τον πόνο σε μικρές μερίδες
για να αντέξουμε τη σφοδρότητα του.

Ελεήμονες οι φίλοι μας
τα δέχονται και τα κοινωνούν.
Κάποια όμως τους ξεφεύγουν
και συνθλίβονται κάτω από
τα τρακτερωτά τους παπούτσια.
Κι αλίμονο είναι αυτά
που διαθέτουν το πιο υγιές
χαμόγελο εκείνο το παιδικό
που απεμπολήσαμε και σε χρόνους
άλλους τώρα περιπλανάται
ανερμάτιστο δίπλα στα εχθρικά
στίφη των αδιάφορων με τα
καλογυαλισμένα σαρανταπεντάρια.

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024

imayo

imayo με σπάσιμο. Δύο ποιήματα σε ένα. 1/3, 5/7 και 2/4, 6/8
Απαραίτητη λέξη το τέχνασμα

Ύπουλο το τέχνασμα-
δάκρυα αρμυρά
τίναγμα του κεφαλιού
περίλυπη η καρδιά
λυγμών έφοδος
σανίδα ψάχνω να βρω
τα λόγια φτωχά.

*
Τεχνάσματα τα λόγια-
η ζώνη σφίγγει
άδεια η κατσαρόλα
ψωμί λιγοστό
θεατρίνοι στη σκηνή
το παιδί κλαίει
ψεύτικες υποσχέσεις
αγκομαχητά.

*
Καθαρή πανουργία-
το ψέμα μακρύ
το τέχνασμα δεν πιάνει
η φάκα κλειστή
αμέτρητα ποδάρια
χαμένος κόπος
οδηγός η αλήθεια
λάμπει ο χρυσός.

*
Χρυσαφένιο καντήλι-
νέος ο νεκρός
μαρμάρινο το μνήμα
η μάνα θρηνεί
λουλούδια της μανόλιας
άρωμα βαρύ
δόλια τα τεχνάσματα
χαίνει η ζωή. 

*
Ψύχρανε ο αέρας-
κρύες οι νύχτες
σκυφτός περιπατητής
οι δρόμοι κλειστοί
ουρλιάζουν τα τσακάλια
θρήνος οι βόγκοι
πληγώνει το τέχνασμα
ο έρως ψευδής. 

*
Γυναικεία ομορφιά-
ψεγάδι ουδέν
σαρκώδη τα δυο χείλη
μακριά τα μαλλιά
αγαλματένιο σώμα
λεπτές καμπύλες
τεχνάσματα οι όρκοι
έρωτας φυγάς. 

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024

Η κιβωτός

                       στη μαμά 

Έκοψε τα αποξηραμένα
φύλλα του καπνού
σε μικρά κομμάτια. 
Έστριψε τσιγάρο. 
Για χαρτί χρησιμοποίησε
τα εναπομείναντα, 
περσινά αετόχαρτα
με τη ματ επιφάνεια. 
Ψηλά πήγαν τα δαχτυλίδια
του καπνού, ως τα ετοιμόγεννα
σύννεφα κι έξυσαν
την κοιλιά τους. 
Η εποχή του κατακλυσμού
είχε αρχίσει.

*
Αναρωτήθηκε γιατί
τα φίδια αγαπούν
τους καλαμιώνες
και τη μουσική;
Ίσως γιατί το μακρύ
σώμα τους σε σαξόφωνο
φέρνει, σε φλάουτο
και σε φλογέρα. 
Μεγάλη μαγεία
το άκουσμα τους
ειδικά την άνοιξη 
όταν η φύση ξυπνά
αναγεννημένη
και σπρώχνει τη
βαριά ταφόπλακα. 

*
Απ' το παράθυρο της
έβλεπε έναν παλιό
σταθμό και τις παράλληλες, 
απαρχαιωμένες ράγες. 
Ποτέ τα τρένα
δεν πέρασαν
από εκεί. 
Ποιος να εμπιστευτεί
μια γραμμή που οι συρμοί της 
συγκρούονται μετωπικά 
με τα επαναλαμβανόμενα
όνειρα και τους επιθανάτιους 
στεναγμούς;

*
Μια άγνωστη πόλη
την κυνηγούσε στον ύπνο της. 
Είχε σπίτια αναπαλαιωμένα, 
ασπρισμένα με ασβέστη
και στενάκια τόσο πολύ
στενά που ούτε ποδήλατο
δεν χωρούσε να περάσει. 
Το περίεργο ήταν
κατά πως έβλεπε
στο όνειρο
ότι αυτή κυκλοφορούσε
πάντα στα σοκάκια
με ένα παλιό μαθητικό
λεωφορείο. 
Ίσως αυτός να ήταν
τελικά ο λόγος που κάθε
πρωί έβρισκε ξέφτια 
ασβέστη στο μαξιλάρι της
και στα μαλλιά της 
μια στενωσιά στην καρδιά
και λίγο αμίλητο νερό
στο πάνω χείλος. 

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Άτιτλα

Απ' όταν έφυγες
τα σύννεφα δεν φορούν
παντελόνια
όπως διατείνονταν
ο ποιητής.
Μαύρα φτερά κόρακα
φορούν και με ταχύτητα
μεγάλη κυκλοφορούν
στις φλέβες του ουρανού
και τις ξεφτίζουν.
Δεν υπάρχει πλησμονή
ούτε αγνάντιο
μόνο τρομακτικές φιγούρες.

*
Ο χωρισμός είναι
το κουκούτσι
από ένα σκουληκιασμένο
κεράσι που το πετάς
πάνω στην πέτρα.
Δεν θα φυτρώσει ποτέ.

*
Την ακάνθινη ευφόρμπια
είχες στο μέτωπο
για στολίδι.
Αίμα δεν έβγαινε,
πύον δεν κυλούσε.
Άφευκτος ο θάνατος
ψιθύριζες κι οι δηλοί
κρύβονταν πίσω
από ένα κοπάδι
με αιγοπρόβατα.

*
Βύζαινες το δάχτυλο
κι ο ουρανίσκος σου
έδινε τέμπο
στο χορό των πεταλούδων.

*
Ποτέ δεν χώνεψες
το κοκκινόχωμα
έλεγες συχνά.
Σκιτσάρει πάνω
στα νύχια κόκκινες
σημαίες με βαριά κοντάρια
κι οι ηρωίδες σου κακοποιημένες
αποκοιμήθηκαν
τον ελαφρύ ύπνο
των αλαφιασμένων μουλαριών.  

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2024

Οι άπονοι χειμώνες

Πώς να ζεστάνω τα ορφανά
μου χέρια που παγωμένα
είναι και χιονίστρες γέμισαν
κι ούτε μία κίνηση
να εκτελέσουν
δεν μπορούν;
Ο ήλιος μακριά μου.
Κοντάρια θρυλικών μαχών
τον εξαφανίζουν.
Σύννεφα πολλά γύρω μου.
Πώς να τον βρω;
Ο ουρανός μου
προβιά λύκου αδιαπέραστη.
Κρυώνω κι όλα τα σώματα
του σύμπαντος με εγκατέλειψαν.

Το φεγγάρι που μαζί του
έκανα μάγια κάποτε
δεν με γνωρίζει πια.
Το παραμυθένιο του φως
δεν μου χαρίζει να ζεσταθώ
λίγο και τα χέρια να κάμψω.
Με τρεις τούμπες
έφυγε από κοντά μου
και στην ασίγαστη ροή
του ποταμού Αώου έπεσε
παιχνίδια να κάνει με
τις ασημένιες πέστροφες.

Παγώνω και σαν τελευταία
λύση στα άστρα καταφεύγω.
Μου βγάζουν τη γλώσσα.
Με περιφρονούν.
Πνίγονται στο γυλιό ενός
μεθύστακα που το δρόμο
έχει χάσει.
Εγώ που κάποτε τα μάζευα
στην ποδιά μου κι η μάνα μου
που όμορφα τα τακτοποιούσε
δίπλα στο γιακαδάκι μου
χάθηκε πια και δεν υπάρχει.
Κρυώνω γεναριάτικο ψύχος
βαρύ.

Αντί για χέρια πόσο
θα ήθελα κλαδιά ροδακινιάς
να έχω.
Να ανθίζω κάθε Μάρτη μήνα,
να προσκαλώ τις πεταλούδες,
να χορεύω μαζί τους
και σε διονυσιακές να πηγαίνω
τελετές.
Κι ύστερα στο λαμπρό
καλοκαίρι να καρπίζω
εύχυμους καρπούς.
Να σηκώνονται τα παιδιά
στα νύχια να με γεύονται.
Να έρχονται οι μανάδες
με τις φουσκωτές κοιλιές
να με τρυγούν.
Να καταφθάνεις κι εσύ
με το καλαμένιο σου πανέρι
απλόχερα να σε κερνάω
και συντροφιά να μου κάνεις.
Έτσι που να ζεσταθώ λίγο,
να μην πονάω και στους
άπονους χειμώνες να
σέρνομαι ανυπεράσπιστη
με χιονισμένα κι άκαμπτα
χέρια να σε αποζητώ. 

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2024

Η εκδημία

 Στην ακριβή σου εκδημία μαμά.

Τυμβωρύχοι και μεροληπτικοί
υπάνθρωποι μαμά
το δέντρο της ζωής σου
υπόσκαψαν και στο θάνατο
σε οδήγησαν εξάκλωνα μαστίγια
κρατώντας και νεκροκεφαλές.
Με ένα νεύμα τους απώθησες
στενάζοντας, δεν τους κάκιωσες,
τους συγχώρεσες όλους μαμά,
με την μεγαλοσύνη σου
τους υπερκέρασες.

Τρυφερά δυο χέρια σε υποδέχτηκαν
και σε βοήθησαν την Αχερουσία
να περάσεις οδό.
Λατρεμένα χέρια
του πρωτογιού σου.
Θρήνησαν για σένα.
Κωπηλάτησαν για σένα.
Μόχθησαν, αλώβητη,
στη χώρα των αγγέλων
να σε οδηγήσουν ξεχωριστή
για να πάρεις θέση
Δικά σου χέρια, σπλάχνα σου,
αίμα σου και ακατάπιοτο πένθος
στη μικρόβια πορεία σου.

Τώρα πάνω τους λικνίζεσαι
χαμογελαστή και λυτρωμένη.
Την πέτρα του θανάτου
σαν φτερό ανασηκώνεις
και την διανθίζεις με τα
λεβέντικα του Μαλεβού τραγούδια.
Η στερνή σου κι ακριβή
παρακαταθήκη απέναντι
στην ασημαντότητα μαμά
που σαν κόρη οφθαλμού
ορκιζόμαστε να διαφυλάξουμε για πάντα

Στη μητέρα που αναπαύτηκε την 1/2/2024.

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024

Ερωτικό

Ο έρωτας σου αργόκαυτο
κάρβουνο που στα χέρια
μου κρατώ.
Δεν το πετώ.
Δεν καίγομαι.
Δεν αποτραβιέμαι.
Το τρέφω με την ανάσα μου.
Γιατί τί θα ήταν ο έρωτας
χωρίς την πυρά του;
Ένα ολομόναχο δέντρο
στην καταιγίδα.
Τη γραμμή της ζωής μου
επιτείνει και μεγαλώνει.
Κι όταν κάποτε αργοσβήσει,
το σχήμα της καρδιάς
σου θα πάρει κι αγάπη
θα το ονομάσω και θα
την καλοδεχτώ όπως
μια πανσπερμία άστρων
σε μια αφέγγαρη νύχτα
να με φωτίσει.

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2024

Ολιγόλεκτα

Τα ατρόμητα μάτια σου
τζαμάκι από φινιστρίνι
καραβιού που βουλιάζει
κι ο ναύτης δεν το
εγκατέλειψε ακόμα.

*
Τα σαρκώδη χείλη σου
πόρτα δίφυλλη ανοιγμένη
στο νοτιά που σαράκι δεν
την απειλεί και μόνο η
αλμύρα αφήνει πάνω της
το κέντημα να πέφτει.

*
Τα δουλεμένα χέρια σου
μπατανίες του τοίχου που
αντιστέκονται στον σκώρο
και να οδοιπορήσουν
ονειρεύονται στο επέκεινα
με οδηγό τα σκυλιά και
τους κυνηγούς.

*
Τα μολυβένια πόδια σου κοντάκια όπλων που πάνω τους ο ιδιοκτήτης τους χάραξε στίχους έτσι που τα πουλιά να μην φοβούνται και οι αυτόχειρες να μην δειλιάζουν μπρος στο στερνό αντίο.

Νυχτερινή έφοδος

 Νυχτερινή έφοδος

Φυσάει πολύ δυνατά απόψε
στα μέρη που αγάπησες,
δεν θα χρειαστείς τα καψαλισμένα
σου φτερά για να έρθεις.
Φόρεσε τα σκαρπίνια
του βοριά κι έλα να με βρεις.
Σου ετοίμασα πόλεις μαγικές
και χωριά πετρόκτιστα
για να κατοικήσεις.
Μόνο παιδιά ζουν σε αυτά
με τις μουσικές τους μπάντες.

Το παραμύθι με τον
αλαφροΐσκιωτο γίγαντα
έλα να τους πεις.
Ξαγρυπνούν για σένα.
Μουσικά σου φτιάχνουν
πεντάγραμμα τις νότες
να απλώσεις.
Κοκοράκια σου αγοράζουν
να γλυκαθείς.
Απίκραντα τα χείλη σου
πρόσφερε, φιλιά να σκορπούν
και με τραγούδια να γεμίζουν
τις κάτω ρούγες.

Κοίτα πώς οι καμινάδες
καπνίζουν ασταμάτητα.
Έλα να ζεσταθείς.
Πρόσεξε πώς τα παιδικά
αυτοκινητάκια βγήκαν
στους δρόμους.
Τα ταξίδια σου έλα και κάνε.
Δες πώς τα δέντρα αμέτρητες
κούνιες έριξαν το πηγαινέλα
της αγάπης να ασπαστείς.
Τα τραγούδια σου αμόλησε,
το χειροκρότημα για να εισπράξεις
απ' τις ανοικτές στον άνεμο
παιδικές παλάμες.

Σε αυτά τα μέρη τα νεόκτιστα
για σένα ήρθα.
Πλάι στα παιδιά εκτινάχθηκα
και ζω τιμωρώντας
τη μοναξιά των ποιημάτων.
Δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς
εδώ.
Ουράνια της φαντασίας τόξα
ζωγράφισα να μην βραχείς.
Χρώματα της δύσης έκλεψα
να με αναγνωρίσεις.
Το άλογο του πατέρα
έζεψα για να καβαλικέψεις
πάνω στα μεγάλα γεναριάτικα
όνειρα μου.
Γενέθλιο κάνε με τόπο
κι εγώ ζεστή θα σου κρατάω
αγκαλιά σαν την φωλιά
του πελαργού που αψηφά
τους πανάρχαιους νόμους
και δεν εγκαταλείπει.

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2024

Εξαρχής η ζωή

Εδώ και πολλά χρόνια
ένα δέντρο της χαράς
φύτρωνε στο χώμα
της καρδιάς μου.
Οπωροφόρο ήταν είδος
και σε κανένα δεν έμοιαζε
άλλο δέντρο που η γη
στα σπλάχνα της τρέφει.
Νόστιμους και θρεπτικούς
μου έδινε καρπούς με
γλυκόξινη γεύση.
Αυτό με μεγάλωνε
και καμιά χρεία δεν
είχα άλλη για να ζήσω.

Τα κύτταρα μου πολλαπλασίαζε,
στις φλέβες μου έμπαινε
και στο πρόσωπο μου
ζωγράφιζε χαμόγελα.
Απαιτητικό δεν ήταν
μόνο λίγο αφράτεμα
που και που
οι ρίζες του ζητούσαν
και δροσιά πρωινή
για να ομορφαίνει
με τα κλαδιά του τα στήθη μου.

Χέρια άλλα δεν το άγγιζαν.
Πνοές άλλες δεν το θώπευαν.
Μάτια εχθρικά δεν το θωρούσαν.
Σμιχτά χείλη ποτέ
δεν το φίλησαν.
Αποκλειστικά για μένα
μόνο ζούσε και της φαντασίας
μου ανακάτευε την
ζωοδότρα πυρά.
Ανέγγιχτο, ωραίο, δυνατό
με αγκάλιαζε και με συντηρούσε.
Τα κουκούτσια του φύλαγα
στην τσέπη μου, κάποτε
στη γη το χαρμόσυνο
να φέρω μήνυμα.

Ώσπου μια μέρα ήρθες
εσύ και το βάτεψες και
το ξερίζωσες καθώς
λανθασμένα κλειδούχο
της καρδιάς μου σε όρισα.
Πέταξε μακριά η χαρά.
Λύγισαν τα γόνατα.
Στάχτη έγινε η πυρά
κι η φαντασία σαν αμνός
της γιορτής σφαγιάστηκε.
Χωρίς σκιά και μέθη έμεινα
να ακροπατώ στα κάστρα.

Όλα τα κατέλυσες μόνο
τα κουκούτσια δεν βρήκες.
Με αυτά στο μέλλον
θα ξανανθίσω και θα βγάλω
καρπούς και στέρεες ρίζες.
Στα παιδιά θα προσφύγω
το πλατύ να φέρουν χαμόγελο.
Στους ποιητές θα αποτανθώ
να σε στείλουν πάλι πίσω
στο έρεβος και στη λήθη.
Τριγμούς ακούω.
Σε νίκησα.
Το δέντρο αναγεννάται
σαν πυρπολημένος φοίνικας
και μακριά σε διώχνει
με των σπαθιών του
την κόψη.  

Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2024

Πορεία προς το άγνωστο

Είναι αφρόντιστα τα
τραγούδια μου σαν ένα
παλιό ξεχαρβαλωμένο
τρένο που πάνω στις
ράγες της φυγής κινείται.
Για οδηγό έχει έναν
παράξενο υπερήλικα
που από γεροντική άνια
πάσχει.
Στα πόδια του κοντά συνηθίζει
να έχει δυο κλουβιά
με καναρίνια και κορυδαλλούς.
Δεν είναι λίγες οι φορές
που συνοδεύει το κελάηδισμα
τους και ποτέ δεν παραλείπει
να τα ψυχώνει με σπόρους
που κρατά στην κωλότσεπη.

Για επιβάτες έχει τελευταία
αποκλειστικά νεαρούς
που ακόμα δεν τρίχωσε
το πάνω τους χείλος.
Θορυβούν, εξαγριώνονται
για ψύλλου πήδημα,
φωνάζουν, ζαλίζονται, πίνουν
ακατάπαυστα και ξεχνούν
να κατέβουν στην επιλεγμένη
τους στάση.
Όταν αργά το καταλάβουν
σηκώνονται όρθιοι, αφήνουν
στην άκρη τα πειράγματα τους
κι αποφασίζουν να δράσουν.

Μέμφονται τον οδηγό
λες κι αυτός φταίει,
χτυπούν κουδούνια
εις μάτην όμως
καθώς αυτός είναι βαρήκοος
και δεν ακούει σχεδόν καθόλου.
Κάποιοι γενναίοι μάλιστα
καταλήγουν να σπάσουν τα τζάμια.
Πρέπει απαραιτήτως
να βγουν έξω στο φως.
Τα θραύσματα πληγώνουν
τα χέρια τους, τα κορμιά τους.
Αιμορραγούν και τότε
βρίσκουν τα τραγούδια
ευκαιρία στις μέσα κηλίδες τους
να φωλιάσουν.
Οι νεαροί καταλαβαίνουν.
Ο οδηγός όμως προσπερνά
τις στάσεις καθώς οι μηχανισμοί
του τρένου έχουν
σαραβαλιαστεί απ' τους
βανδαλισμούς.

Αυτό το τρένο πλέον τώρα
κινείται χωρίς αφετηρία,
κατάληξη και προορισμό.
Ο περίλυπος οδηγός,
οι νεαροί επιβάτες, τα πτηνά,
τα αφρόντιστα τραγούδια
είναι μέρος ενός πανάρχαιου
άσματος που ποτέ δεν τελειώνει.
Σημειωτέο ότι αυτό το τρένο
δεν καταναλώνει καύσιμα
ποτέ παρά μόνο αθώο αίμα.
Δεν θα σε πάρει μαζί του
όσο κι αν επιμένεις.
Φοβάται τα λευκά
μακριά μαλλιά σου και τις
αυλακιές που σαν ράγες
διαπερνούν το μέτωπο σου
μην και το εκτρέψουν από
την πορεία προς το άγνωστο.  

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

haibun

Ο πίνακας

Μπήκε σε ένα κάπως σαραβαλιασμένο λεωφορείο και διάλεξε κάθισμα από την μεριά της θάλασσας. Ο οδηγός κάθισε στη θέση του και ξεκίνησε. Είχε ένα παχύ μαύρο μουστάκι και μάσαγε σπόρους. Η διαδρομή ήταν ειδυλλιακή. Ασημένιες ελιές, που και που πεύκα και οι γαλάζιες γάζες της θάλασσας σου έκοβαν την ανάσα.

Μηχανότρατα-
σπαρταράνε τα ψάρια
βόλοι χαλαζιού.

Έφτασε στην πόλη το σούρουπο. Όλα γύρω ήταν στολισμένα κι από τα μεγάφωνα ακούγονταν στη διαπασών γιορτινή μουσική. Κατευθύνθηκε προς την γκαλερί που ήταν στο κέντρο της παλιάς πόλης. Ο τοπικός σύλλογος είχε διοργανώσει μια έκθεση προς τιμή των τριάντα χρόνων της στα εικαστικά δρώμενα της χώρας. Χάρηκε πολύ σαν είδε την αίθουσα να σφύζει από κόσμο.

Έξω χιονίζει
τριγμούς κάνει το τζάκι-
λαμπάκια παίζουν.

Την υποδέχτηκαν με χαρά και χειροκροτήματα. Έλαμπε το πρόσωπο της όταν την πλησίασε ένας νεαρός και της ζήτησε να αγοράσει το πίνακα με θέμα το φιλί. Δίπλα του είχε την αγαπημένη του. Σφιχταγκαλιασμένοι προχώρησαν προς το έργο. Τους ακολούθησε. Σαν έφτασε μπροστά έκπληκτη παρατήρησε πόσο πολύ έμοιαζαν οι φιγούρες τους με αυτές του πίνακα. Τον έδωσε σε τιμή κόστους και τους έκλεισε ραντεβού στο ατελιέ της για να ζωγραφίσει δωρεάν το πορτρέτο τους.

Αστραπόβροντα
λάμπει η τζαμαρία-
η νύχτα ψυχρή.
 

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

Το αθάνατο νερό


Ζητώ την αγκαλιά σου όπως
ζητά το κυκλάμινο μια σχισμή
του φθινοπώρου για να ανθίσει. 
Σε κακοτράχαλα βουνά ζω 
κρατώντας στο χέρι μου το
υφαντό κιλίμι του έρωτα που μου
χάρισες κάποιο μακρινό Νοέμβρη. 
Με φτέρες και κλαριά σφενδάμου 
συνομιλώ και την αψάδα απ' τους 
χυμούς τους παίρνω για να γράψω 
το ποίημα του έρωτα. 
Άκουσέ το αγάπη. 
Φώναξέ το στα αστέρια. 
Πριόνισέ το στον άνεμο. 

Αυτό το ποίημα δεν γερνάει ποτέ
ρωμαλέο είναι όπως το όνομά σου
που σκιτσάρησα ένα κρύο βράδυ
στα χυτά μαλλιά ενός αγάλματος. 
Κορασίδα ήταν κι είχε βολβούς
ναρκίσσων για μάτια και χέρια 
κρινένια του γιαλού.
Δεν ήταν στη συλλογή κάποιου 
υπέργηρου συλλέκτη ούτε έκθεμα 
μουσείου απόμακρο μα μία κόρη 
απλή ενός πάρκου βουερού στα 
δυτικά της πόλης προάστια. 

Στέκονταν εκεί όπου οι έφηβοι 
δίνουν το πρώτο ραντεβού 
με την Άνοιξη και στα ουράνια 
πετούν τη σάκα τους ξαλαφρωμένοι 
απ' τις ανούσιες του κόσμου περιπτύξεις.
Εδώ ζεις αγάπη μια ζωή απέθαντη 
και με τα αηδόνια του πρωινού 
συνδιαλέγεσαι και τους αποσπάς 
το μερτικό σου στη χαρά. 
Δεν σε χάνω, εφηβικό είσαι αίμα
και με διαπερνάς.
Δεν σε ξεχνώ, ιμάντας είσαι που
δένει την παραζάλη του χορού. 
Στην αγκάλη μου σε φέρνω 
μετρώντας τις νότες που ξεπηδούν 
μέσα από το όνομά σου
σαν νερό αθάνατο. 

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023

Ο χορός της επιστροφής

Μετά από ένα μακροχρόνιο
εγκλεισμό στις θύρες του ουρανού
θυροκολλήθηκε η έξοδος σου
αγάπη. 
Δυο άγγελοι σε συντρόφευαν
με τις πύρινες ρομφαίες τους. 
Στα χέρια τους κρατούσαν
τις βαριές αποσκευές σου. 
Ο ένας μάλιστα ο πιο μικρός
σε φίλησε στο μάγουλο και
σου χάρισε ένα ζευγάρι ολόλευκα
φτερά, μαγεύτηκες κι
έμοιαζες με παιδί ανεβασμένο
σε ένα πολύχρωμο καρουζέλ. 

Χαμογελούσες κι άνοιγες διάπλατα
την αγκαλιά σου για να τους
αποχαιρετήσεις συγκινημένος. 
Ήσουν ωραίος, δυνατός, 
ροδομάγουλος και δυο
διπλά ουράνια τόξα κρατούσες
στα χέρια σου. 
Σήμερα νυμφεύομαι τον ήλιο
είπες, τελείωσε η εποχή των
καταιγίδων και των δακρύων. 
Δυνατά ακούστηκαν τα λόγια
ως εδώ με τονισμένα τα φωνήεντα. 
Ανασκίρτησα κι άρχισα να στρώνω
ρόδα τις οδούς για να διαβείς. 

Μπήκα στο σπίτι τρελή από χαρά. 
Σιγύρισα το κρεβάτι μας. 
Τακτοποίησα τα άνθη στα βάζα. 
Έβαλα το γαλάζιο της γιορτής φόρεμα. 
Στην αγκαλιά μου χώθηκε η γάτα 
μας με ένα πήδο νιαουρίζοντας ερωτικά, 
την χάιδεψα. 
Όλα τα πλάσματα της γης σε 
αποζητούσαν απ' το μικρό τζιτζίκι
μέχρι τα πιο άγρια του κόσμου θηρία. 
Κι εγώ πάνω απ' όλους σε περίμενα. 

Γλυκό σταφύλι θα κεράσω
τους αγγέλους και για σένα
θα φυλάξω τις ευωδιές των γιασεμιών.
Στη λάβα των φιλιών μου έλα να καείς. 
Με μύρα θα αλείψω το σώμα μου, 
τα θαύματα να αναπνέεις. 
Πίστα η αγκαλιά μου και σε καλεί,
έλα να χορέψουμε τους διονυσιακούς χορούς 
που κάποτε μου δίδαξες. 

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2023

dodoitsu

dοdοitsu χιουμοριστικό ποίημα
με ανατροπή στον τελευταίο στίχο και με 7/7/7/5 συλλαβές. 

Ο επισκέπτης

Τραγουδιστής στο πάλκο
η φήμη του μεγάλη
πανέρι με γαρδένιες
μέρμηγκας εντός. 

*
Αστοχία

Σπουδαίος αστροναύτης
η γη δεν τον χωράει
δόξα έχει και φήμη
τρύπιο το βρακί.

*
Οι εραστές

Ζευγάρι μες το πάρκο
οι φήμες οργιάζουν
παράνομος ο έρως
μοιχείας φιλιά.

*
Παρανομία

Οικονομία κάνει
καβούρια μες τις τσέπες
φήμη τσιγκούνη έχει
μαυραγορίτης.

*
Τα φακελάκια

Ντόκτορ μεγάλος είναι
άριστα το πτυχίο
χιλιάρικο και γέννα
φήμη ζάμπλουτου. 

*
Ανεπρόκοπη

Η πεθερά γκρινιάζει
τη νύφη κατσαδιάζει 
στοίβες άπλυτα πιάτα
φήμη τεμπέλας. 

*
Επιστήμονας

Παγκόσμια έχει φήμη
χρυσές οι περγαμηνές
λάτρης της γνώσης είναι
λίγα τα φράγκα. 

*
Ο μύθος

Τραγουδιστής τζίτζικας
άσπλαχνο το μυρμήγκι
τη φήμη κηλιδώνει 
πέλεκυς βαρύς. 

*
Βαρκάρης

Ιστία ξεδιπλώνει
ψαριά μεγάλη πιάνει
σούπα βράζει στη βάρκα
φήμης τραπέζι. 

*
Ζηλιάρης

Ανάστατος σύζυγος
η ζήλεια τον κατέχει
βγήκαν λάδι οι φήμες
ανυπόστατες. 

*
Ζαχαρωτά

Το ζαχαροπλαστείο
φήμης γλυκά πουλάει
θαυμαστά ζαχαρωτά
το δόντι σπάει. 

*
Το παγκάρι

Πονηρός εφημέριος
καλή δεν έχει φήμη
παχυλό το πουγκί του
παγκάρια κλέβει. 

*
Ο σεφ

Ξακουστός ο μάγειρας
το φήμης δείπνο στρώνει
αχνιστοί οι αστακοί
τάλαρα θέλουν. 

*
Ο τζόγος

Οι εραστές του τζόγου
με τα νούμερα παίζουν
τρία καρό για φήμη
φτωχομπινέδες. 

*
Οι ποιητές

Ξεθωριασμένη φήμη
βιβλία δεν τους γράφουν
οι ποιητές σωπαίνουν
άδοξοι στίχοι. 

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023

Συνθηκολόγηση

Περικνημίδες έχω στα
πόδια μου και υφέρπω
προς εσένα.
Με ράβδο ανοίγω περάσματα
στην ανεξερεύνητη να μπω
χώρα σου μετόχι να φτιάξω.
Γύρω μου στρατοί, πόλεις
λεηλατημένες, συντρίμμια
και τυφλά παιδιά που
απαγγέλουν καταχθόνιους
στίχους.
Φως πουθενά, κάνει κρύο
και τα μαγκάλια στα τρίστρατα
προ πολλού σβηστά.
Αναχουχουλιάζω τις παλάμες
με χνώτα άρρωστου παιδιού.

Προτάσσοντας τα χέρια
κινούμαι αργά πάνω σε ένα
δρολάπι κολαστήριο.
Κέρινα τα χείλη μου
ψιθυρίζουν προσευχές
από νεότευκτα βιβλία.
Τα πλήθη με σπρώχνουν και
με εκτρέπουν απ' το δρόμο μου.
Ψηλά δόρατα σκιάζουν το φως.
Επιμένω με την λαχτάρα
και το θάρρος των μανάδων
μπρος στον νόστο των μαχόμενων
παλικαριών.
Μαζί τους βαδίζω και μια
μονάχα έχω έγνοια, εσένα.

Μακρύς ο δρόμος και δύσβατος.
Δεν σταματώ, δεν παραδίδομαι.
Με μόνο το φως από την
καύτρα του τσιγάρου μου
σου γράφω ποιήματα.
Για γραφή διαλέγω αυτή
της καρδιάς σου που κανείς
άλλος στον κόσμο δεν γνωρίζει.
Ταγοί με πλησιάζουν για να
την κλέψουν μα δεν υποχωρώ.
Τα τυφλά παιδιά κλείνουν
ειρήνη μαζί μου.
Τους παραχωρώ τους στίχους
μου και από το πεδίο
των μαχών βγαίνουμε επιτέλους
τροπαιοφόροι και νικητές.

Καλόστρωτα μονοπάτια
τώρα με φέρνουν κοντά σου.
Διψούν τα παιδιά και τις
πλούσιες πηγές σου τους δείχνεις.
Όλος από νερό με αγκαλιάζεις
κι εγώ με την τρίαινα μου
καταλαγιάζω τις θάλασσες
που σε φιλοξενούν και
το μετόχι μου φτιάχνω
πάνω σε καλλιεργημένες
με κάπαρη νησίδες ποτέ
να μην πεινάσεις όσο κοφτά
τις γραφές μου θα αναπνέεις.